ΕΥΡ. Δεν είναι; Εξήγησέ μου το. ΑΙΣ. Όποιος έχει
πατρίδα, αυτός στον τόπο του πηγαίνει·
το κάνει απλά, χωρίς διατύπωση· όμως
ο εξόριστος γυρίζει κι επιστρέφει.
ΔΙΟ. Ωραία· εσύ τι λες σ᾽ αυτό, Ευριπίδη;
ΕΥΡ. Λάθος, να λες για επιστροφή του Ορέστη·
κρυφά, χωρίς του κράτους άδεια, πήγε.
ΔΙΟ. Σωστό, μά τον Ερμή· μα δε σε νιώθω.
1170ΕΥΡ. Μπρος, τέλειωνε· άλλο! ΔΙΟ. Τέλειωνε, έλα, Αισχύλε·
κι εσύ το νου σου, για να βρεις τα λάθη.
ΑΙΣ. «Στον τάφο απάνω κράζω στον πατέρα
ν᾽ ακούει, ν᾽ αφογκραστεί»… ΕΥΡ. Και πάλι το ίδιο·
ταυτολογία· αφογκράζομαι κι ακούω.
ΑΙΣ. Μιλούσε σε νεκρό, χαζέ· η φωνή μας
ούτε και με την τρίτη εκεί δε φτάνει.
Κι εσένα οι πρόλογοί σου, πες, πώς ήταν;
ΕΥΡ. Θα σου εξηγήσω· κι αν μου βρεις καμία
ταυτολογία, κάτι έξω από το θέμα
για παραγέμισμά του, να με φτύσεις.
1180ΑΙΣ. Ανάγκη, τους προλόγους σου ν᾽ ακούσω
και τί σωστοί είν᾽ οι στίχοι τους! Μπρος, λέγε.
ΕΥΡ. «Καλότυχος ο Οιδίπους ήταν πρώτα,»…
ΑΙΣ. Κακότυχος, μωρέ, ήταν απ᾽ τη ρίζα.
Ακούς εκεί καλότυχος, που ο Φοίβος,
και πριν να γεννηθεί, είχε προμαντέψει
πως φονιάς θα γινόταν του γονιού του!
ΕΥΡ. «μα ο πιο δυστυχισμένος έγινε έπειτα.»
ΑΙΣ. Δεν έγινε, όχι· πάντα του ήταν. Μόλις
γεννήθηκε, τον βάζουν σε μια χύτρα
1190κι έκθετο τον αφήνουν μες στο κρύο,
φονιάς για να μη γίνει του γονιού του
σα μεγαλώσει· με πρησμένα πόδια
ως του Πόλυβου σύρθηκε το σπίτι·
και, νιος αυτός, παντρεύτηκε κατόπι
μια γριά· τι γριά; την ίδια του τη μάνα·
τα μάτια του έπειτα έβγαλε. ΔΙΟ. Ναι, πόσο
καλότυχος, αλήθεια! Ούτε κι αν είχε
πάει στρατηγός με τον Ερασινίδη.
ΕΥΡ. Βλακείες! Οι πρόλογοί μου είναι σπουδαίοι.
ΑΙΣ. Δε θα σου τους χτυπήσω μια μια λέξη·
οι θεοί αν βοηθήσουν, τους προλόγους σου όλους
1200θα σου τους ξεπαστρέψω με μια στάμνα.
ΕΥΡ. Με στάμνα, τους προλόγους; ΑΙΣ. Με μια μόνο.
Στα ιαμβικά σου τρίμετρα κολλούνε,
έτσι όπως τα συνθέτεις, όλα: η στάμνα,
το δέρμα, ο σάκος. Θα το δείξω αμέσως.
ΕΥΡ. Εσύ; ΑΙΣ. Ναι, εγώ. ΔΙΟ., (στον Ευριπίδη.) Λοιπόν, για λέγε στίχους.
|