Ο Πασίας παίρνει το μάρτυρά του και φεύγει· έρχεται ο Αμυνίας, νέος, με μαστίγιο στο χέρι, σαν καβαλάρης· στην αρχή μιλεί με ύφος κωμικά τραγικό.
ΑΜΥΝΙΑΣ
Αλίμονό μου.
1260ΣΤΡ. Ποιός είν᾽ αυτός που κλαίει; Απ᾽ του Καρκίνου
τους δαίμονες μη λάλησε κανένας;
ΑΜΥ. Ποιός είμ᾽ εγώ ρωτάς; Ένας που μαύρη
τον βρήκε μοίρα. ΣΤΡ. Ακλούθα την μονάχος.
ΑΜΥ. Των αλόγων μου ω τύχη αμαξοσπάστρα!
Μοίρα σκληρή! Μ᾽ εξόντωσες, Παλλάδα.
ΣΤΡ. Τί σου ᾽καμε ο Τληπόλεμος, καημένε;
ΑΜΥ. Άσε τις κοροϊδίες και πες του γιου σου
τα λεφτά που έχει λάβει να μου δώσει,
αφού δα κιόλας συμφορά με βρήκε.
1270ΣΤΡ. Μα ποιά λεφτά; ΑΜΥ. Τα δανεικά που πήρε.
ΣΤΡ. Τότε στ᾽ αλήθεια συμφορά σε βρήκε.
ΑΜΥ. Έπεσα απ᾽ άρμα που άλογα τραβούσαν.
ΣΤΡ. Όχι από γάιδαρο; Ώστε τί γκαρίζεις;
ΑΜΥ. Γκαρίζω που γυρεύω τα λεφτά μου;
ΣΤΡ. Δεν είσαι στα καλά σου εσύ. ΑΜΥ. Γιατί;
ΣΤΡ. Σάλεψε το μυαλό σου, εγώ νομίζω.
ΑΜΥ. Κι εγώ νομίζω πως θα λάβεις κλήση,
μά τον Ερμή, αν το χρέος σου δεν πληρώσεις.
ΣΤΡ. Γιά πες μου αυτό: Κάθε φορά που βρέχει,
1280καινούριο λες νερό να ρίχνει ο Δίας
ή το ίδιο ο ήλιος απ᾽ τη γη ανασέρνει;
ΑΜΥ. Ούτε το ξέρω, μα ούτε και με νοιάζει.
ΣΤΡ. Και θέλεις πίσω χρήματα να πάρεις,
που από μετέωρα λέξη δε σκαμπάζεις;
ΑΜΥ. Δεν τα ᾽χεις όλα; Δώστε καν τον τόκο.
ΣΤΡ. Και τί είδους ζωντανό είν᾽ αυτός ο τόκος;
ΑΜΥ. Μα τί άλλο; Όπως κυλά ο καιρός —οι μέρες,
οι μήνες—, το ποσό όλο κι ανεβαίνει,
γίνεται πιο πολύ. ΣΤΡ. Σωστά. Γιά πες μου·
1290πιστεύεις πως η θάλασσα έχει γίνει
πιο πολλή τώρ᾽ απ᾽ ό,τι ήτανε πρώτα;
ΑΜΥ. Όχι, είναι όση και πρώτα, μά το Δία·
δε θα ήταν λογικό να μεγαλώσει.
ΣΤΡ. Και πώς, βρε κακομοίρη, αυτή, που τόσα
ποτάμια όλο της ρίχνουν τα νερά τους,
ποτέ δε μεγαλώνει, κι εσύ θέλεις
να κάμεις πιο πολλά τα χρήματά σου;
Μακριά απ᾽ το σπίτι γρήγορα, γκρεμίσου.
Γιά φέρε τη βουκέντρα.
Του παίρνει το μαστίγιο που κρατούσε και τον κυνηγά μ᾽ αυτό.
ΑΜΥ., στους θεατές. Εγώ σας βάζω
μάρτυρες. ΣΤΡ. Τρέχα, βρε άλογο αστεράτο·
τί κάθεσαι; ΑΜΥ. Είν᾽ αυτό βιαιοπραγία.
ΣΤΡ. Χοπ χοπ! Με το κεντρί στον πισινό σου
1300σου δίνω δρόμο, ξώζυγο άλογό μου.
Ο Αμυνίας φεύγει.
Φεύγεις; Εε! Μπορούσες να μην πάρεις,
με αμάξι και τροχούς το φύσημά σου;
Μπαίνει στο σπίτι του.
|