Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἱππῆς (1366-1408)


ΔΗ. πρῶτον μὲν ὁπόσοι ναῦς ἐλαύνουσιν μακράς,
καταγομένοις τὸν μισθὸν ἀποδώσω ᾽ντελῆ.
ΑΛ. πολλοῖς γ᾽ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω.
ΔΗ. ἔπειθ᾽ ὁπλίτης ἐντεθεὶς ἐν καταλόγῳ
1370οὐδεὶς κατὰ σπουδὰς μετεγγραφήσεται,
ἀλλ᾽ οὗπερ ἦν τὸ πρῶτον ἐγγεγράψεται.
ΑΛ. τοῦτ᾽ ἔδακε τὸν πόρπακα τὸν Κλεωνύμου.
ΔΗ. οὐδ᾽ ἀγοράσει γ᾽ ἀγένειος οὐδεὶς ἐν ἀγορᾷ.
ΑΛ. ποῦ δῆτα Κλεισθένης ἀγοράσει καὶ Στράτων;
1375ΔΗ. τὰ μειράκια ταυτὶ λέγω τἀν τῷ μύρῳ,
ἃ στωμυλεῖται τοιαδὶ καθήμενα·
«σοφός γ᾽ ὁ Φαίαξ δεξιῶς τ᾽ οὐκ ἀπέθανεν.
Συνερτικὸς γάρ ἐστι καὶ περαντικός,
καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός,
1380καταληπτικός τ᾽ ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ.»
ΑΛ. οὔκουν καταδακτυλικὸς σὺ τοῦ λαλητικοῦ;
ΔΗ. μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἀναγκάσω κυνηγετεῖν ἐγὼ
τούτους ἅπαντας, παυσαμένους ψηφισμάτων.
ΑΛ. ἔχε νυν ἐπὶ τούτοις τουτονὶ τὸν ὀκλαδίαν
1385καὶ παῖδ᾽ ἐνόρχην, ὅσπερ οἴσει τόνδε σοι·
κἄν που δοκῇ σοι, τοῦτον ὀκλαδίαν πόει.
ΔΗ. μακάριος εἰς τἀρχαῖα δὴ καθίσταμαι.
ΑΛ. φήσεις γ᾽, ἐπειδὰν τὰς τριακοντούτιδας
σπονδὰς παραδῶ σοι. δεῦρ᾽ ἴθ᾽, αἱ Σπονδαί, ταχύ.
1390ΔΗ. ὦ Ζεῦ πολυτίμηθ᾽, ὡς καλαί. πρὸς τῶν θεῶν,
ἔξεστιν αὐτῶν κατατριακοντουτίσαι;
πῶς ἔλαβες αὐτὰς ἐτεόν; ΑΛ. οὐ γὰρ ὁ Παφλαγὼν
ἀπέκρυπτε ταύτας ἔνδον, ἵνα σὺ μὴ λάβῃς;
νῦν οὖν ἐγώ σοι παραδίδωμ᾽ εἰς τοὺς ἀγροὺς
1395αὐτὰς ἰέναι λαβόντα. ΔΗ. τὸν δὲ Παφλαγόνα,
ὃς ταῦτ᾽ ἔδρασεν, εἴφ᾽ ὅ τι ποήσεις κακόν.
ΑΛ. οὐδὲν μέγ᾽ ἀλλ᾽ ἢ τὴν ἐμὴν ἕξει τέχνην·
ἐπὶ ταῖς πύλαις ἀλλαντοπωλήσει μόνος,
τὰ κύνεια μειγνὺς τοῖς ὀνείοις πράγμασιν,
1400μεθύων τε ταῖς πόρναισι λοιδορήσεται,
κἀκ τῶν βαλανείων πίεται τὸ λούτριον.
ΔΗ. εὖ γ᾽ ἐπενόησας οὗπέρ ἐστιν ἄξιος,
πόρναισι καὶ βαλανεῦσι διακεκραγέναι.
καί σ᾽ ἀντὶ τούτων εἰς τὸ πρυτανεῖον καλῶ
1405εἰς τὴν ἕδραν θ᾽, ἵν᾽ ἐκεῖνος ἧσθ᾽ ὁ φαρμακός.
ἕπου δὲ ταυτηνὶ λαβὼν τὴν βατραχίδα·
κἀκεῖνον ἐκφερέτω τις ὡς ἐπὶ τὴν τέχνην,
ἵν᾽ ἴδωσιν αὐτὸν, οἷς ἐλωβᾶθ᾽, οἱ ξένοι.


ΔΗΜ. Πρώτα πρώτα όσοι τραβούν κουπί στις τριήρεις, μόλις πατήσουν το πόδι τους στη στεριά, θα τους δώσω τον μιστό χωρίς περικοπές.
ΑΛΛ. Γίνεσαι ευεργέτης σε πλήθος γδαρμένους πισινούς.
ΔΗΜ. Συνεχίζω: έτσι κι ένας κατατάχτηκε στο πεζικό, [1370] δεν γίνεται ν᾽ αλλάξει όπλο βάζοντας μέσο, αλλά θα μείνει στον λόχο που κατατάχτηκε στην αρχή.
ΑΛΛ. Νά μια δαγκωματιά στον Κλεώνυμο και την ασπίδα του.
ΔΗΜ. Ούτε κανένα αμούστακο θα βγαίνει σεργιάνι στην αγορά.
ΑΛΛ. Και πού θα βγαίνουν για σεργιάνι οι αδερφές, ο Κλεισθένης και ο Στράτωνας;
ΔΗΜ. Έχω στον νου μου αυτά τα παιδαρέλια που συχνάζουν στα μυροπωλεία, που κάθονται και λένε τέτοιες μπούρδες: «Τί μυαλό αυτός ο Φαίαξ και με τί ευστροφία γλίτωσε τον θάνατο! Γιατί είναι μανούλα στη συλλογισμοποίηση και στη συμπερασματοποίηση και στην αποφθεγματοποίηση και στη σαφήνεια και στην εντυπωσιοποίηση [1380] και πρώτος στην αδρανοποίηση κάθε θορυβοποίησης».
ΑΛΛ. Κι εσύ δεν είσαι μανούλα στην κωλοδαχτυλοποίηση κάθε φλυαροποιημένου;
ΔΗΜ. Μακριά απ᾽ αυτά, μά τον Δία! Όμως θα βγάλω αναγκαστικό νόμο να πάψουν όλοι ετούτοι να βγάζουν ψηφίσματα και να πάνε κυνηγοί στα βουνά.
ΑΛΛ. Για όλ᾽ αυτά, πάρε αυτό το πτυσσόμενο κάθισμα κι ένα αγοράκι μ᾽ όλα του τα εργαλεία σωστά, για να σου το κουβαλά. Κι αν καμιά φορά σου ᾽ρθει η όρεξη, κάνε το αγοράκι πτυσσόμενο κάθισμα.
ΔΗΜ. Τρισευτυχισμένος ξαναπαίρνω τα πρωτινά μου μεγαλεία.
ΑΛΛ. Αυτό θα το πεις όταν θα σου παραδώσω τις τριαντάχρονες σπονδές. (Φωναχτά:) Σπονδές, ελάτε γρήγορα εδώ! (Μπαίνουν οι Σπονδές, ως ωραίες εταίρες).
ΔΗΜ. [1390] Τί όμορφες, Δία μου χιλιοτιμημένε! Στ᾽ όνομα των θεών.
Στις τριαντάχρονες Σπονδές
αχ! τρεις να έριχνα ριξιές!
Στ᾽ αλήθεια, πώς τις ξετρύπωσες;
ΑΛΛ. Δεν ξέρεις ότι ο Παφλαγόνας τις κρατούσε κρυμμένες μέσα για να μη τις πάρεις εσύ; Λοιπόν τώρα εγώ σου τις παραδίνω — πάρ᾽ τες και σεργιάνισέ τες στα χωράφια (Ο Δήμος τις παίρνει· με κάθε μπράτσο του αγκαλιάζει κι από μια Σπονδή).
ΔΗΜ. Και τον Παφλαγόνα, που τα ᾽κανε αυτά, πες μου ποιά ποινή θα του ρίξεις;
ΑΛΛ. Ψιλοπράματα. Όλο κι όλο θα πάρει το δικό μου επάγγελμα. Ολομόναχος στις πύλες της πόλης θα πουλά λουκάνικα, ανακατεύοντας τα σκυλίσια με τα γαϊδουρίσια πράματα, [1400] και μεθυσμένος θα σκυλοβρίζεται με τις πουτάνες και θα πίνει τ᾽ απονέρια των δημοτικών λουτρών.
ΔΗΜ. Αυτό του αξίζει. Όμορφη η έμπνευσή σου να ξελαρυγγίζεται καυγαδίζοντας με πουτάνες και λουτρώνες. Εσένα για όλ᾽ αυτά σε καλώ στο πρυτανείο, να καθίσεις στον θρόνο που καθόταν εκείνο το κάθαρμα. Πάρε τούτη την πράσινη χλαμύδα κι ακολούθα με. Κι εκείνον ας τον πάρουν από δω να πάει να πιάσει δουλειά εκεί, για να τον δουν τα θύματά του, οι ξενοτοπίτες.