Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (15.56-15.77)


ΓΟ. θάρσει, Πραξινόα· καὶ δὴ γεγενήμεθ᾽ ὄπισθεν,
τοὶ δ᾽ ἔβαν ἐς χώραν. ΠΡ. καὐτὰ συναγείρομαι ἤδη.
ἵππον καὶ τὸν ψυχρὸν ὄφιν τὰ μάλιστα δεδοίκω
ἐκ παιδός. σπεύδωμες· ὄχλος πολὺς ἄμμιν ἐπιρρεῖ.
60 ΓΟ. ἐξ αὐλᾶς, ὦ μᾶτερ; ΓΡΑΥΣ ἐγών, τέκνα. ΓΟ. εἶτα παρενθεῖν
εὐμαρές; ΓΡ. ἐς Τροίαν πειρώμενοι ἦνθον Ἀχαιοί,
κάλλισται παίδων· πείρᾳ θην πάντα τελεῖται.
ΓΟ. χρησμὼς ἁ πρεσβῦτις ἀπῴχετο θεσπίξασα.
ΠΡ. πάντα γυναῖκες ἴσαντι, καὶ ὡς Ζεὺς ἀγάγεθ᾽ Ἥραν.
65 ΓΟ. θᾶσαι, Πραξινόα, περὶ τὰς θύρας ὅσσος ὅμιλος
θεσπέσιος. ΠΡ. Γοργοῖ, δὸς τὰν χέρα μοι· λάβε καὶ τύ,
Εὐνόα, Εὐτυχίδος· πότεχ᾽ αὐτᾶς μὴ ἀποπλαγχθῇς.
πᾶσαι ἅμ᾽ εἰσένθωμες· ἀπρὶξ ἔχευ, Εὐνόα, ἁμῶν.
οἴμοι δειλαία, δίχα μοι τὸ θερίστριον ἤδη
70 ἔσχισται, Γοργοῖ. ποττῶ Διός, εἴ τι γένοιο
εὐδαίμων, ἄνθρωπε, φυλάσσεο τὠμπέχονόν μευ.
ΞΕΝΟΣ
οὐκ ἐπ᾽ ἐμὶν μέν, ὅμως δὲ φυλάξομαι. ΠΡ. ὄχλος ἀλαθέως·
ὠθεῦνθ᾽ ὥσπερ ὕες. ΞΕ. θάρσει, γύναι· ἐν καλῷ εἰμές.
ΠΡ. κἠς ὥρας κἤπειτα, φίλ᾽ ἀνδρῶν, ἐν καλῷ εἴης,
75 ἄμμε περιστέλλων. χρηστῶ κοἰκτίρμονος ἀνδρός.
φλίβεται Εὐνόα ἄμμιν· ἄγ᾽, ὦ δειλὰ τύ, βιάζευ.
κάλλιστ᾽· «ἔνδοι πᾶσαι», ὁ τὰν νυὸν εἶπ᾽ ἀποκλᾴξας.


ΓΟΡ. Ε! Πραξινόη, ησύχασε, είμαστε πίσω τώρα,
τ᾽ άλογα πέρασαν εμπρός. ΠΡΑ. Ανάσανα. Δεν ξέρεις
πόσο φοβούμαι από μικρή τ᾽ άλογο και το φίδι.
Δεν πάμε γρηγορότερα; θα μας στριμώξει ο κόσμος.
ΓΟΡ. (πρός τινα γραῖαν)
60Απ᾽ το παλάτι έρχεσαι, κυρούλα; ΓΡΑΥΣ. Ναι, παιδιά μου.
ΓΟΡ. Είν᾽ εύκολο να μπούμ᾽ εκεί; ΓΡΑ. Πανώρια μου κοράσια,
οι Αχαιοί εδοκίμασαν κι εμπήκαν στην Τρωάδα.
Καθένας δοκιμάζοντας όλα τα καταφέρνει.
ΓΟΡ. Χρησμούς μας είπεν η γριά κι επήγε στο καλό της.
ΠΡΑ. Και τί δεν ξέρουν, μα και τί δεν ξέρουν οι γυναίκες!
ως και το πώς επήρε ο Ζευς την Ήρα για γυναίκα.
65ΓΟΡ. Γιά κοίτα, Πραξινόη, εκεί στου παλατιού τις πόρτες
τί κόσμος που στριμώνεται. ΠΡΑ. Δώσ᾽ μου, Γοργώ, το χέρι·
και συ το χέρι να κρατάς της Ευτυχίας, Ευνόη,
και πρόσεχε να μη χαθείς. Όλες μαζί να μπούμε·
Ευνόη, κοντά μας πάντοτε. Αλλοίμονο, Γοργώ μου,
70μου ξέσχισαν το φόρεμα. Πρόσεχε συ, καημένε,
το πανωφόρι μου. ΞΕΝΟΣ. Κυρά, τί θέλεις να σου κάνω;
μήπως είναι στο χέρι μου; όσο μπορώ, προσέχω.
ΠΡΑ, Καλέ, τί κόσμος είν᾽ αυτός; σπρώχνονται σαν τους χοίρους.
ΞΕΝ. Κυρά μου, μη φοβάσαι πια· καλά είμαστ᾽ εδώ πέρα.
ΠΡΑ. Πάντα καλά να ᾽σαι και συ και πάντα καλό να ᾽χεις
75που αληθινά με νοιάζεσαι και με φροντίζεις τόσο.
Είσαι καλός και σπλαχνικός. Στριμώνετ᾽ η Ευνόη
μέσα στο πλήθος το πολύ· εμπρός, Ευνόη, σπρώξε,
σπρώξε και συ. Πολύ καλά. Τέλειωσε. Όλες μέσα·
όπως θενά ᾽λεγε κι αυτός που κλει τη νύφη απόξω.