Έτσι του μίλησα, κι εκείνος αποκρίθηκε:
«Γιος του Λαέρτη, τόπος του η Ιθάκη·
τον είδα σ᾽ ένα απόμακρο νησί, να χύνει μαύρο δάκρυ
στο μέγαρο της νύμφης Καλυψώς, που άθελά του τον κρατεί
δικό της· κι εκείνος δεν μπορεί να βρει πατρίδα,
του λείπουν καράβια με κουπιά, του λείπουν σύντροφοι,
560για να τον ταξιδέψουν στην πλατιά ράχη της θάλασσας.
Όσο για σένα, ω θεϊκέ Μενέλαε, δεν είναι το γραφτό σου
στο ιππόβοτο Άργος τα μάτια σου να κλείσεις
κι εκεί να βρεις τη μοίρα του θανάτου.
Στα πέρατα της γης, θα σε προπέμψουν στα Ηλύσια πεδία
οι θεοί· όπου ο ξανθός Ραδάμανθης, όπου ζωή μακαρισμένη,
χαρισάμενη μέλλεται των ανθρώπων.
Χιόνι δεν πέφτει, μήτε βαρύς χειμώνας με νεροποντές·
αδιάκοπα τις ξάστερες πνοές του ζέφυρου ο Ωκεανός
σηκώνει, και τη δροσιά χαρίζει στους ανθρώπους —
έχεις γυναίκα την Ελένη, είσαι του Δία γαμπρός.»
570Τον λόγο του τελειώνοντας, βυθίστηκε στα πελαγίσια κύματα.
Τότε κι εγώ κίνησα στα καράβια, μαζί με τους ισόθεους συντρόφους,
κι όπως εβάδιζα, κυμάτιζε τα στήθη μου η καρδιά μου.
Ώσπου βρεθήκαμε ξανά στο πλοίο, κάτω στο περιγιάλι·
εκεί φροντίσαμε το δείπνο μας, σε λίγο νύχτα αθάνατη μας τύλιξε,
οπότε εμείς γείραμε στην ακτή, να κοιμηθούμε.
Όταν ξημέρωσε την άλλη μέρα ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
πρώτα στο θείο κύμα σύραμε τα καράβια,
ορθώσαμε κατάρτια και πανιά στα ισόρροπα πλεούμενα,
μετά ανεβήκαμε κι εμείς· οι σύντροφοι με τη σειρά κάθησαν
στα ζυγά και πήραν να χτυπούν με τα κουπιά
590την αφρισμένη θάλασσα.
Γυρίζοντας πίσω στον Αίγυπτο, θείο ποτάμι με πηγές στον ουρανό,
έστησα τα καράβια και θυσία τελούσα τέλειες εκατόμβες.
Κι όταν μαλάκωσα τον χόλο των αθάνατων θεών,
ύψωσα σήμα του Αγαμέμνονα, να μείνει αλησμόνητο το κλέος του.
Τελειώνοντας αυτά, ξεκίνησα· αγέρι πρίμο οι θεοί
μού χάρισαν, και γρήγορα γυρίζοντας έφτασα
στη γλυκιά πατρίδα.
Αλλά κι εσύ, λέω να μείνεις κι άλλο στο παλάτι·
έντεκα μέρες, να συμπληρωθούν οι δώδεκα.
Τότε κι εγώ με το καλό θα σε ξεπροβοδίσω, δώρα λαμπρά
θα σου χαρίσω· άλογα τρία κι άμαξα καλοξυσμένη·
ακόμη θα σου δώσω ωραία κούπα, σπονδή να κάνεις
στους αθάνατους θεούς, παντοτινά να με θυμάσαι.»
Ο φρόνιμος Τηλέμαχος πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε:
«Μην επιμένεις, γιε του Ατρέα, να με κρατήσεις τόσες μέρες
στο παλάτι· μόλο που θα δεχόμουν να μείνω πλάι σου
καθηλωμένος ακόμη κι ένα χρόνο ολόκληρο, και δεν θ᾽ αποζητούσα
γονείς και σπίτι· τόσο τα λόγια σου, οι ιστορίες που λες
με τέρπουν. Αλλά θα δυσφορούν οι σύντροφοι
στην αγιασμένη Πύλο που εσύ με κράτησες, κι αργοπορώ.
600Το δώρο πάλι, ό,τι μου δώσεις, θα το ᾽θελα να στέκεται στο σπίτι.
Δεν παίρνω πάντως στην Ιθάκη τ᾽ άλογα· εδώ τ᾽ αφήνω,
σ᾽ εσένα να τα χαίρεσαι. Που κυβερνάς σε κάμπον ανοιχτό,
όπου φυτρώνει πυκνό τριφύλλι κι άλλη τόση κύπερη,
σιτάρι, ζειά, λευκό κριθάρι σ᾽ έκταση μεγάλη.
Όσο για την Ιθάκη, αυτής της λείπουν δρόμοι ευρύχωροι
ή και λιβάδια· είναι γιδότοπος, απρόσφορος για τις βοσκές αλόγων.
Κανένα απ᾽ τα νησιά, όσα ακουμπούν στη θάλασσα, δεν έχει
ελεύθερους λειμώνες, να καλπάζουν άλογα — η Ιθάκη
απ᾽ όλα το λιγότερο.»
Έτσι του μίλησε, και χαμογέλασε ο Μενέλαος με τη βαριά φωνή·
610απλώνοντας το χέρι του τον χάιδεψε, κι είπε λέξη προς λέξη:
«Καλό το γονικό σου αίμα, παιδί μου αγαπημένο, το μαρτυρούν τα λόγια σου.
Λοιπόν, εγώ την προσφορά μου αλλάζω — στο χέρι μου είναι.
Όσα κειμήλια βρίσκονται στο σπίτι μου, θα σου χαρίσω
το ομορφότερο, το πιο πολύτιμο· σου δίνω έναν κρατήρα,
τέλεια καμωμένο, ατόφιο ασήμι και στα ακρόχειλα
με μάλαμα στεφανωμένον — έργο του Ηφαίστου,
δωρισμένο από τον φημισμένο Φαίδιμο, των Σιδονίων βασιλιά,
όταν στο σπίτι του φιλόξενα με στέγασε, περαστικό
στου γυρισμού τον δρόμο. Δικός σου ο κρατήρας τώρα,
με τη θέλησή μου, χάρισμά σου.»
|