ΑΡΤ. (στον Ιππόλυτο)
Φτάνει. Κι όταν θα βρίσκεσαι στα μαύρα
της γης σκοτάδια, δε θα μείνει απλήρωτος
της Κύπρης ο θυμός, που σε κυνήγησε,
γιατί ᾽σουνα πιστός μου και παρθένος.
1420Με το ίδιο μου το χέρι κάποιον άλλον,
που τον πολυαγαπά πρώτον απ᾽ όλους,
θα τον χτυπήσ᾽ η αλάθευτη σαγίτα μου.
Και σένα για τα πάθη σου, καλέ μου,
θα σου δώσω στην πόλη της Τροιζήνας
τρανές τιμές. Τ᾽ ανύπαντρα κορίτσια,
πριχού στεφανωθούνε, τα μαλλιά τους
για χάρη σου θα κόβουνε και θα ᾽χεις
τα κλάματά τους προσφορά σου αιώνια.
Παντοτινά για σένανε οι παρθένες
θα φκιάχνουνε τραγούδια και το πάθος
1430για σε της Φαίδρας δε θα ξεχαστεί.
(στο Θησέα)
Και συ, τέκνο του Αιγέα, πάρε το γιο σου
στην αγκαλιά και σφίξε τον. Αθέλητα
τονε σκότωσες. Κι είναι φυσικό,
άμα οι θεοί το θέλουν, οι θνητοί
να σφάλλουνε.
(στον Ιππόλυτο)
Και συ καλέ μου, Ιππόλυτε,
για το γονιό σου κάκια μην κρατάς·
το ξέρεις πως η μοίρα σε θανάτωσε.
Και χαίρε! Εγώ δε στέκει να θωρώ
πεθαμένους και μήτε να μολεύει
τα μάτια μου η ανάσα του θανάτου,
(γίνεται άφαντη)
1440ΙΠΠ. Και συ χαίρε, Παρθένα, ευτυχισμένη,
κι άμποτε τη μεγάλη μας αγάπη
χωρίς λύπη να τηνε στερηθείς!
Κι αφού το θέλεις, έσβησα την έχτρα
για το γονιό μου. Πάντα μου σε υπάκουα.
Πωπώ σκοτάδι σκέπασε τα μάτια μου!
Πατέρα, βάστα το κορμί μου ολόρθο.
|