Εμφανίζεται στο θεολογείο η Αθηνά.
ΑΘΗΝΑ
Θόα βασιλιά! Την καταδίωξη τούτη
για πού ετοιμάζεις; Η Αθηνά ειμαι, κι άκου
τα λόγια μου. Σταμάτα το κυνήγι,
μην αμολάς το ρέμα του στρατού σου·
γιατί ο Ορέστης ήρθε εδώ ακλουθώντας
του Απόλλωνα χρησμό, για να ξεφύγει
των Ερινύων την όργητα, να πάρει
1440την αδερφή του στο Άργος, και να φέρει
τ᾽ άγιο άγαλμα στη χώρα τη δική μου,
να ᾽ναι δροσιά στα τωρινά δεινά της.
Σ᾽ εσένα λέω αυτά. Για τον Ορέστη,
που πας να τον σκοτώσεις πιάνοντάς τον
μες στη φουρτούνα, ο Ποσειδώνας κιόλας
για χάρη μου το πέλαο γαληνεύει
κι έτσι μπορεί το πλοίο του ν᾽ αρμενίσει.
Μακριά κι αν είσαι, Ορέστη, η θεία φωνή μου
στ᾽ αυτιά σου φτάνει· νά για σε τί ορίζω:
Μ᾽ άγαλμα κι αδερφή το δρόμο παίρνε.
Στη θεόχτιστην Αθήνα σα θα φτάσεις...
1450στην Αττική άκρη άκρη είναι μια θέση
—στης Κάρυστος αντίκρυ τ᾽ ακρωτήρι—
ιερή· ο λαός μου Αλές την ονομάζει·
εκεί ναό να χτίσεις και να στήσεις
τ᾽ άγαλμα· αυτό θα πάρει τ᾽ όνομά του
από την Ταυρική κι απ᾽ τις βαριές σου
περιπολίες, που γύρναες την Ελλάδα
με κέντρισμα Ερινύων· ο κόσμος όλος
Άρτεμη Ταυροπόλα θα το λέει.
Κι ένα έθιμο όρισε· όταν θα γιορτάζουν,
μ᾽ ένα σπαθί ν᾽ αγγίζει ο ιερέας
1460αντρός λαιμό, λίγο αίμα ν᾽ αναβρύζει,
για τη σφαγή σου αντίδωρο· αυτό θα ᾽ναι
για τη θεά τιμή και ευλάβειας χρέος.
Της θεάς ιέρεια πρέπει εσύ, Ιφιγένεια,
να γίνεις στους ιερούς Βραυρώνιους λόφους.
Εκεί και θα σε θάψουν, σαν πεθάνεις·
κι όσα κρουστά υφαντά θα μένουν μέσα
στα σπίτια από γυναίκες που θα τύχει
στη γέννα τους απάνω να πεθάνουν
σ᾽ εσέ θα τα προσφέρνουν. Θόα, σου δίνω
την εντολή ν᾽ αφήσεις τις γυναίκες
αυτές τις Ελληνίδες, για την τίμια
τη γνώμη τους, να φύγουν απ᾽ τη χώρα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ορέστη, εγώ σε γλίτωσα και πρώτα,
1470στο λόφο του Άρη, όταν μετρώντας βρήκα
ισοψηφία· κι αυτή η αρχή θα μείνει:
όποιος παίρνει ίσους ψήφους να κερδίζει.
Του Αγαμέμνονα γιε, την αδερφή σου
πάρ᾽ τη δώθε. — Εσύ, Θόα, να μη θυμώνεις.
|