ΗΡΑ. Άκουε λοιπόν, για να συνεριστώ με λόγια
τις συμβουλές σου, και καλά θα σου αποδείξω
ότι δεν ήταν ζωή αυτή πρώτα και τώρα.
Πρώτα γεννήθηκ᾽ απ᾽ αυτόν, που τον πατέρα
της μάνας μου σκοτώνοντας καταραμένος
1260την Αλκμήνη επαντρεύτηκε, που εγέννησέ με.
Και της γενιάς όταν δεν μπει καλό θεμέλιο
ανάγκ᾽ είναι οι απόγονοι να δυστυχαίνουν.
Κι ο Δίας, ο Δίας είναι που εχθρό μ᾽ έχει γεννήσει
της Ήρας· (συ όμως μη λυπάσαι, γέροντά μου)·
γιατί νομίζω εσέ πατέρα αντίς τον Δία.
Κι ενώ ήμουνα βυζασταρούδι ακόμα, φίδια
γοργόματα μέσα έμπασε στα σπάργανά μου
για να με καταστρέψει του Διός η γυναίκα.
Κι όταν το σώμα μου έντυσα σ᾽ ελικιάς ρούχα,
1270τα βάσανα που υπόφερα τί να τα λέγω;
Με τί λιοντάρια ή με τρισώματους Γηρυόνες
ή με Γιγάντους ή τετράποδων Κενταύρων
πλήθη δεν έβγαλα φριχτούς πολέμους πέρα;
Κι αφού την πολυκέφαλη σκύλα, την ύδρα,
που ξαναβλάσταινε θανάτωσα, κοπάδια
μύριων αγώνων πέρασα, στον Άδη επήγα
να φέρω τον τρισώματο τον φύλακά του
στο φως, καθώς παράγγειλέ μου ο Ευρυσθέας.
Και τελευταία το φονικόν έκαμα τούτο,
1280στέγη παιδοχτονίας να βάλω στα δεινά μου.
Και στην ανάγκην έφτασα, που πια στη Θήβα
δεν μου επιτρέπει το θεϊκό δίκιο να μένω·
κι αν μένω, ωιμέ! σε ποιό ναόν ή γιορτή φίλων
να πάγω; είναι απροσμίλητες οι συμφορές μου.
Ή να πάω στο Άργος; πώς, αφού είμ᾽ εξορισμένος;
Κι ας πάω ν᾽ αράξω σε καμιά άλλη πολιτεία·
κι εκεί θα με στραβοκοιτάν, τι θα με ξέρουν
και θα με κλειούνε σε πικρά γλώσσας αγκάθια.
«δεν είναι αυτός ο γιος του Διός, που τη γυναίκα
1290και τα παιδιά του σκότωσε; ας διωχτεί από δώθε!»
Και σε άνθρωπο που ειπώθηκεν ευτυχισμένος
κάθε αλλαγή είναι λυπηρή· μα εκείνος που είναι
πάντα άσκημα, δεν του πονεί κι αν πάθει τα όμοια.
Και θαρρώ πως σε συμφορά θα φτάσω τόση,
οπού θα βγάλ᾽ η γη φωνή εμποδίζοντάς με
να τηνε ᾽γγίζω, και το πέλαο, τα ποτάμια
να μην περνώ τα, κι έτσι τον τροχοδεμένο
θα μοιάσω Ιξίονα στα δεσμά που θα᾽ χω ολούθε.
Τότε καλύτερ᾽ απ᾽ τους Έλληνες κανέναν
1300να μην κοιτάω, που πριν μαζί τους ευτυχούσα.
Λοιπόν, ποιά χρεία να ζω; και ποιό κέρδος θενά ᾽χω
έχοντας τέτοιαν άχρηστη ζωή κι ανόσια;
Τώρ᾽ ας χορεύει η ξακουστή του Διός γυναίκα,
με το παπούτσι τον θεϊκό Όλυμπο χτυπώντας·
γιατί έκαμε το θέλημα που ήθελε τόσο,
συθέμελα τον πρώτο άνδρα της Ελλάδας
γκρεμίζοντας· ποιός θα προσεύχονταν σε τέτοια
θεά, που για τον έρωτα μιανής γυναίκας,
1310τον Δία ζηλεύοντας, κατέστρεψεν αθώους;
|