ΚΟΡ. Έφυγε ο γέρος, βασιλιά, με τέτοιες προφητείες!
Μα εμείς το ξέρομε καλά, αφότου ήμουνα νέος,
τότε που τ᾽ άσπρα μου μαλλιά ήταν ακόμη μαύρα,
πως δεν προφήτεψε ποτέ ψέμα στη πολιτεία.
ΚΡΕ. Το ξέρω και ταράζομαι και τρέμω στην καρδιά μου.
Γιατί είναι βέβαια φοβερό και το να υποχωρήσω·
αν όμως πάλι αντισταθώ, θα βρω τη δυστυχία.
ΚΟΡ. Χρειάζεται τώρα φρόνηση, ω γιε του Μενοικέα!
ΚΡΕ. Και τί να κάμω το λοιπόν; λέγε, και θα σ᾽ ακούσω.
1100ΚΟΡ. Από το υπόγειο σπίτι της, τρέξε, βγάλε την κόρη·
και χτίσε τάφον έπειτα και στον απορριχμένο.
ΚΡΕ. Με συμβουλεύεις το λοιπόν τώρα να υποχωρήσω;
ΚΟΡ. Ω βασιλιά μου, μην αργείς! Γιατί οι θεοί προφταίνουν,
με παιδεμούς γοργόποδους, τους πονηρούς στον δρόμο.
ΚΡΕ. Αλίμονό μου! αθέλητα τη γνώμη μου θ᾽ αλλάξω,
για να το κάμω τώρα αυτό· μα σκύβω — στην ανάγκη.
ΚΟΡ. Πήγαινε, τρέξε, κάμε το, σ᾽ άλλους μην τ᾽ αναθέτεις.
ΚΡΕ. Θα τρέξω αμέσως το λοιπόν. (Φωνάζει) Ελάτε, ελάτε, δούλοι,
1110όσοι είσαστε και βρίσκεστε, πάμε σ᾽ αυτόν τον τόπο
και πάρετε στα χέρια σας αξίνες να βαστάτε.
Μα εγώ, εγώ που την έδεσα, θα την ελευτερώσω.
Γιατί φοβούμαι τωραδά πως κάλλια μπορεί να ᾽ναι
πάντα να σέβεται κανείς τους νόμους οπού βρήκε!
(Φεύγει βιαστικά· τον ακολουθούν δούλοι με όπλα και χωρίς.
Μόνο οι γέροντες μένουν στη σκηνή)
|