ΕΞΟΔΟΣ ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Ω τιμημένοι εσείς πρωτογερόντοι
της χώρας, τί φριχτά θ᾽ ακούσετ᾽ έργα
και τί θα δείτε! πόσο βαριά λύπη
θα πάρετε, αν ακόμη, σαν πατριώτες,
τα σπίτια των Λαβδακιδών πονάτε.
Γιατί θαρρώ ούτε ο Ίστρος ούτε ο Φάσης
δε θα ᾽φταναν ποτέ να καθαρίσουν
τη στέγη αυτή, τόσες που κρύβει κι όσες
στο φως θα βγούνε συφορές σε λίγο
1230αυτοθέλητες κι όχι αθέλητές των,
και δίνουν πάντα πιο μεγάλο πόνο
τα πάθη που διαλέει κανείς μονάχος.
ΧΟΡ. Κι απ᾽ όσα ξέραμε και πριν, δε λείπει
τίποτα που να μη βαριοστενάζω·
μα τί άλλο έχεις να λες πάνω σ᾽ εκείνα;
ΕΞΑ. Ευθύς και θα το πω και θα τ᾽ ακούσεις·
η βασίλισσα πέθανε η Ιοκάστη.
ΧΟΡ. Ω η βαριόμοιρη, πώς κι από τί τάχα;
ΕΞΑ. Σκοτώθηκε μονάχη της· μα ό,τι ήταν
το πιο φριχτό σ᾽ αυτά πὄχουνε γίνει,
το γλιτώσατ᾽ εσείς, μια που εκεί μέσα
δεν ήσαστε να βλέπατε· όμως, όσο
μπορώ κι εγώ να θυμούμαι, θα μάθεις
1240τα παθήματ᾽ αυτής της βαριομοίρας.
Γιατί αφού σαν τρελή πέρασε μέσα
απ᾽ την αυλόπορτα, όρμησ᾽ έτσι αμέσως
στα νυφικά κρεβάτια της μαδώντας
με τα δυο χέρια τα μαλλιά της· κι άμα
μπήκε, τις πόρτες έκλεισε από μέσα
κι έκραζε το νεκρό από χρόνια Λάιο,
θυμάμενη το σπέρμα το παλιό του,
που κι ο ίδιος σκοτώθηκε από κείνο
κι άφησ᾽ αυτήν, που το εγέννα, να γίνει
κακότεκνη μητέρα με το γιο του·
και με θρήνους την κλίνη καταριόνταν
που ᾽χε διπλούς γεννήσει, η βαριομοίρα,
1250άντρ᾽ απ᾽ άντρα και παιδιά απ᾽ τα παιδιά της.
Πώς τέλειωσ᾽ έπειτ᾽ απ᾽ αυτά δεν ξέρω·
γιατί χύθηκε μέσα άγρια βογκώντας
ο Οιδίπους, και το τέλος της να δούμε
δε μπορέσαμε πια, μα όλοι σε κείνον
κοιτάζαμε, που έστρεφε απάνω κάτω
κι από μας, πηγαινοέρχονταν, ζητώντας
ένα σπαθί, και ρωτούσε πού θά ᾽βρει
τη γυναίκα του — όχι τη γυναίκα του,
μα εκείνην που, σε διπλό μάνας κόρφο,
τον βάσταξε κι αυτόν και τα παιδιά του·
έτσι όπως ήταν λυσσασμένος, κάποιος
θενα του ᾽δειξε δαίμονας κι όχι άλλος
κανένας από μας που ήμαστε γύρω·
1260και μπήγοντας μια άγρια φωνή, σα να ᾽χε
κάποιο οδηγό, πέφτει έτσι απάνω μ᾽ όλο
το βάρος του στις δίφυλλες τις πόρτες,
τους σύρτες ξετινάζει απ᾽ τους αρμούς των
και χύνεται μέσα στο θάλαμο, όπου
βλέπομε τη γυναίκα κρεμασμένη
με τη θηλιά γύρω στο λαιμό της.
Κι έτσι να δει ο βαριόμοιρος εκείνος,
βγάζοντας άγρια μουγκρητά τής λύνει
τη θηλιά που κρεμόνταν, κι όταν χάμω
ξαπλώθηκε η ταλαίπωρη, τότε ήταν
να δεις τα τρομερά: τραβάει με μιας
απ᾽ τα φορέματά της τις ολόχρυσες
καρφίτσες που φορούσε για στολίδια
1270και τις μπήζει, σηκώνοντάς τις, μέσα
στις κόρες τω ματιώ του, ενώ έλεε τέτοια:
Πως πια δε θα ᾽χουν να τον βλέπουν, ούτε
τις συφορές, ούτε τα κρίματά του,
μα στο σκοτάδι εδώ και μπρος θα βλέπουν
εκείνους που δεν έπρεπε, και κείνους
που λαχταρούσε πια δε θα γνωρίσουν.
Τέτοια έψαλλε κι όλο ξανά και πάλι
σηκώνοντας το χέρι του χτυπούσε
τα βλέφαρά του, και, μαζί, οι βολβοί του
οι ματωμένοι του ᾽βρεχαν τα γένια,
και δεν έβγαινε το αίμα στάλες-στάλες,
μα εσύγκλυζε την όψη του σα μαύρη
νεροποντή κι αιμάτινο χαλάζι.
1280Αυτ᾽ απ᾽ τους δυο κι όχι απ᾽ τον ένα μόνο
ξέσπασαν τα κακά και κοινή μοίρα
τους έχει σμίξει κι άντρα και γυναίκα.
Χαίρονταν πριν μια αληθινή ευτυχία,
παλιά κληρονομιά τους· σήμερα όμως
θρήνος, κατάρα, θάνατος, ντροπή,
τα ονόματ᾽ όλων των κακών που υπάρχουν,
αχ, τίποτα δεν είναι που να λείπει.
ΧΟΡ. Τώρα έχει ο μαύρος ησυχάσει κάπως;
ΕΞΑ. Φωνάζει να του ανοίξουνε τις πόρτες
και να τον δείξουν σ᾽ όλους τους Καδμείους
τον πατροχτόνο, της μητέρας του
τον — δε μπορώ να ξαναπώ τ᾽ ανόσια
τα λόγια του· και πως θα ρίξει, λέει,
1290τον εαυτό του εξόριστο απ᾽ τη χώρα,
και πως πια δε θα μείνει έτσι εδώ μέσα
καθώς είναι πεσμένος στις κατάρες
πὄβαλε ο ίδιος· έχει όμως ανάγκη
από κάποιο βοηθό κι οδηγητή του,
γιατ᾽ είναι πιο πολύ το πάθημά του,
που να μπορεί να το βαστά μονάχος.
Μα θα το δεις και συ· γιατί, να, ανοίγουν
αυτές οι πόρτες και θα δεις σε λίγο
θέαμα που κι εχθρός να τον πονέσει.
|