ΗΛΕ. Ω βλαστάρι,
βλαστάρι από κορμό
μυριάκριβο για με,
μας ήρθες τώρα νά,
ξανάβρες, ξανάρθες, ξανάειδες
αυτούς που ποθούσες.
ΟΡΕ. Ήρθα και να ᾽μαι· όμως σώπαινε τώρα
και περίμενε.
ΗΛΕ. Τί ᾽ναι; γιατί;
ΟΡΕ. Καλύτερα να σιωπάς, μην τύχει
και σ᾽ ακούσει κανείς από κει μέσα.
ΗΛΕ. Μα όχι, μά την Αρτέμιδα την αειπάρθενη,
1240δε θα μου άξιζ᾽ εμένα ποτέ
να φοβηθώ εγώ γυναίκες,
ανώφελο βάρος, που γι᾽ άλλο δεν είναι
παρά να φυλάγουνε μέσα τα σπίτια.
ΟΡΕ. Μα πρόσεχε, γιατ᾽ είναι και γυναίκες
που ξέρουν από πόλεμο, και το γνωρίζεις
και συ από μια φορά που έλαβες πείρα.
ΗΛΕ. Αλί και τρεις φορές αλί,
μου ᾽φερες μπρος στα μάτια μου
ξεσκέπαστη, και που ποτέ
δε μπορεί νά βρει εξιλασμό
κι ούτε ποτέ να ξεχαστεί,
1250τη συφορά μας τη μεγάλη.
ΟΡΕ. Ξέρω κι αυτά· μα όταν θα το καλέσει
ο καιρός, τότε να τα θυμηθούμε.
ΗΛΕ. Για μένα ο κάθε καιρός,
η πάσα ώρα και στιγμή
θα ταίριαζε να τα φωνάζω αυτά
και μ᾽ όλο μου το δίκιο,
που μόλις τώρα ελεύθερο έχω στόμα.
ΟΡΕ. Κι εγώ είμαι σύμφωνος· μα φρόντισε
να το φυλάξεις λεύτερο για πάντα.
ΗΛΕ. Να κάμω τί μου λες;
ΟΡΕ. Για όσα καιρός δεν είναι, πολλά λόγια
μη θέλεις να ᾽χεις.
1260ΗΛΕ. Και ποιός λοιπόν, μια που φάνηκες συ,
θενά ᾽χε δίκιο ν᾽ άλλαζε
τα λόγια με τη σιωπή,
τώρα που σέ ειδα χωρίς πια
να το ᾽λεγα και να το ελπίζω;
ΟΡΕ. Μέ ειδες, όταν οι θεοί πρόσταξαν νά ᾽ρθω.
ΗΛΕ. Ακόμα μεγαλύτερη
μου είπες χαρά κι από την πριν,
αν σ᾽ έβαλε θεός στο δρόμο
προς τα παλάτια μας εδώ·
1270αλήθεια θεϊκό το γράφω εγώ αυτό.
ΟΡΕ. Δε μου πάει η καρδιά να περιορίσω
το ξέσπασμά σου, μα και πάλι τρέμω
να σε νικά τόσο πολύ η χαρά σου.
ΗΛΕ. Ω εσύ που ύστερα
από τόσον καιρό
μ᾽ αξίωσες να πάρεις τον τρισποθητό
το δρόμο και φανείς,
αχ μη, που μέ ηβρες έτσι πολυπονεμένη…
ΟΡΕ. Τί μη; ΗΛΕ. …μη μου στερήσεις τη χαρά
που η όψη του προσώπου σου μου δίνει.
ΟΡΕ. Θα θύμωνα πολύ να ᾽βλεπα κι άλλον
1280να το ζητούσε. ΗΛΕ. Συμφωνείς; ΟΡΕ. Πώς όχι;
ΗΛΕ. Ω αγαπημένε μου, άκουσα
είδηση π᾽ ούτε θα ᾽βαζα
στο νου μου κι όμως έσφιξα
βουβή τον πόνο στην καρδιά μου
και δίχως να πλαντάξω η δύστυχη·
μα τώρα νά που σε κρατώ,
μα τώρα νά που φάνηκες
με τη μυριάκριβη όψη σου,
π᾽ ούτε και μες σε συφορές
ποτέ πια δε θα λησμονούσα.
|