ΤΕΥ. Αλίμονο, η χάρη στον νεκρό με τί ταχύτητα
φυραίνει και βγαίνει στους ανθρώπους προδομένη.
Αφού αυτός εδώ μιλώντας, Αίαντα, ούτε μια στάλα
ανάμνηση για σένα δεν κρατεί, ενώ εσύ τόσες φορές
για χάρη του κινδύνεψες την ίδια τη ζωή σου
1270στη σύγκρουση της μάχης.
Και νά που τώρα όλα αυτά πήγαν χαμένα, σβήστηκαν.
Ω συ, που μόλις τώρα αράδιασες κάθε λογής
γελοίες κουβέντες, δεν λες να θυμηθείς τίποτα πια για τότε
που αυτός εδώ σας βρήκε, στο περίφραγμα αποκλεισμένους,
όπου, στο γύρισμα του αγώνα, είχατε φτάσει
στο μηδέν, κι αυτός, μόνος προστρέχοντας, σας γλίτωσε,
ενώ η φωτιά φουντώνοντας είχε αρπάξει από ψηλά
των καραβιών μας τους σκαρμούς, κι ο Έκτορας
με φόρα πήδηξε πάνω απ᾽ την τάφρο;
1280Ποιός τότε το κακό σταμάτησε; Αυτός δεν ήταν
που το πέτυχε; κι εσύ μας λες πως πουθενά το πόδι του
δεν έβαλε, δίχως να είσαι καν παρών.
Δεν είναι αυτός που έκανε για σας ό,τι απαιτούσε
η δύσκολη ώρα; Και κάτι ακόμη: αυτός δεν ήταν,
που σε κλήρωση, χωρίς κανείς να τον προστάξει,
βγήκε αντιμέτωπος στον Έκτορα,
μόνος σε μόνον; Χωρίς, ανάμεσα στους άλλους, να ρίξει
κλήρο κάλπικο, σβόλο από χώμα υγρό,
μα τέτοιον που έμελλε να αναπηδήσει πρώτος
μέσα από κράνος με λοφίο φουντωτό.
Ήταν αυτός που τα συντέλεσε αυτά που λέω, κι ήμουν εγώ
πάντα στο πλάι του — δούλος και γιος
μιας βάρβαρης γυναίκας.
Κακόμοιρε, πού κόλλησαν τα μάτια σου,
1290και λες αυτά που λες;
Δεν σου περνά από τον νου πως του πατέρα σου ο πατέρας,
ο αρχαίος Πέλοπας, βάρβαρος ήτανε κι αυτός,
απ᾽ τη Φρυγία;
Πως ο Ατρέας πάλι, αυτός που σ᾽ έσπειρε, παράθεσε
στον αδελφό του δείπνο ανίερο τα ίδια τα παιδιά του;
Ή πώς εσύ ο ίδιος είσαι από μάνα γεννημένος Κρητικιά,
που όταν ο πατέρας της την έπιασε μ᾽ άντρα ξενόφερτο
να σμίγει, έδωσε αμέσως εντολή στ᾽ άλαλα ψάρια
να τη ρίξουν για τροφή.
Τέτοιος εσύ, τέτοιον εμένα, τολμάς να μου προσβάλεις
τη γενιά; Που είμαι γεννημένος γιος του Τελαμώνα·
1300αυτός πρώτα αρίστευσε μες στον στρατό,
κι έπειτα πήρε για γυναίκα του τη μάνα μου,
αίμα βασιλικό, του Λαομέδοντα την κόρη,
γέρας ξεχωριστό που του το χάρισε ο γόνος της Αλκμήνης.
Εγώ, λοιπόν, άριστος γιος μ᾽ άριστους και τους δυο γονείς,
πώς θα μπορούσα να ντροπιάσω το αίμα μου;
Αυτούς εδώ, σε τέτοια συμφορά πεσμένους, που θες εσύ,
μ᾽ έναν σου λόγο τώρα, να τους πετάξεις άταφους,
χωρίς καμιά ντροπή.
Να ξέρεις όμως: αν κάπου τον πετάξετε, πετάξτε μας
κι εμάς τους τρεις μαζί του, σώματα νεκρά.
1310Το θεωρώ τιμή μου να πεθάνω, μπροστά στα μάτια όλων,
υπερασπίζοντας το σώμα του, παρά για μια γυναίκα,
δική σου ή του αδελφού σου — το λέω και το εννοώ.
Γι᾽ αυτό καλύτερα φυλάξου, για το δικό σου το συμφέρον,
όχι το δικό μου. Γιατί αν μου κάνεις άδικο κακό,
θα ευχηθείς μετά να ᾽χες φανεί καλύτερα δειλός,
παρά να μου φερθείς με τέτοιο θράσος.
|