Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (1266-1315)


ΤΕΥ. φεῦ, τοῦ θανόντος ὡς ταχεῖά τις βροτοῖς
χάρις διαρρεῖ καὶ προδοῦσ᾽ ἁλίσκεται,
εἰ σοῦ γ᾽ ὅδ᾽ ἁνὴρ οὐδ᾽ ἐπὶ σμικρὸν λέγων,
Αἴας, ἔτ᾽ ἴσχει μνῆστιν, οὗ σὺ πολλάκις
1270τὴν σὴν προτείνων προύκαμες ψυχὴν δορί·
ἀλλ᾽ οἴχεται δὴ πάντα ταῦτ᾽ ἐρριμμένα.
ὦ πολλὰ λέξας ἄρτι κἀνόητ᾽ ἔπη,
οὐ μνημονεύεις οὐκέτ᾽ οὐδέν, ἡνίκα
ἑρκέων ποθ᾽ ὑμᾶς οὗτος ἐγκεκλῃμένους,
1275ἤδη τὸ μηδὲν ὄντας ἐν τροπῇ δορός,
ἐρρύσατ᾽ ἐλθὼν μοῦνος, ἀμφὶ μὲν νεῶν
ἄκροισιν ἤδη ναυτικοῖς ἑδωλίοις
πυρὸς φλέγοντος, ἐς δὲ ναυτικὰ σκάφη
πηδῶντος ἄρδην Ἕκτορος τάφρων ὕπερ;
1280τίς ταῦτ᾽ ἀπεῖρξεν; οὐχ ὅδ᾽ ἦν ὁ δρῶν τάδε,
ὃν οὐδαμοῦ φής, οὗ σὺ μή, βῆναι ποδί;
ἆρ᾽ ὑμὶν οὗτος ταῦτ᾽ ἔδρασεν ἔνδικα;
χὥτ᾽ αὖθις αὐτὸς Ἕκτορος μόνος μόνου,
λαχών τε κἀκέλευστος, ἦλθ᾽ ἐναντίος,
1285οὐ δραπέτην τὸν κλῆρον ἐς μέσον καθείς,
ὑγρᾶς ἀρούρας βῶλον, ἀλλ᾽ ὃς εὐλόφου
κυνῆς ἔμελλε πρῶτος ἅλμα κουφιεῖν;
ὅδ᾽ ἦν ὁ πράσσων ταῦτα, σὺν δ᾽ ἐγὼ παρών,
ὁ δοῦλος, οὑκ τῆς βαρβάρου μητρὸς γεγώς.
1290δύστηνε, ποῖ βλέπων ποτ᾽ αὐτὰ καὶ θροεῖς;
οὐκ οἶσθα σοῦ πατρὸς μὲν ὃς προύφυ πατὴρ
ἀρχαῖον ὄντα Πέλοπα βάρβαρον Φρύγα;
Ἀτρέα δ᾽, ὃς αὖ σ᾽ ἔσπειρε, δυσσεβέστατον
προθέντ᾽ ἀδελφῷ δεῖπνον οἰκείων τέκνων;
1295αὐτὸς δὲ μητρὸς ἐξέφυς Κρήσσης, ἐφ᾽ ᾗ
λαβὼν ἐπακτὸν ἄνδρ᾽ ὁ φιτύσας πατὴρ
ἐφῆκεν ἐλλοῖς ἰχθύσιν διαφθοράν.
τοιοῦτος ὢν τοιῷδ᾽ ὀνειδίζεις σποράν;
ὃς ἐκ πατρὸς μέν εἰμι Τελαμῶνος γεγώς,
1300ὅστις στρατοῦ τὰ πρῶτ᾽ ἀριστεύσας ἐμὴν
ἴσχει ξύνευνον μητέρ᾽, ἣ φύσει μὲν ἦν
βασίλεια, Λαομέδοντος· ἔκκριτον δέ νιν
δώρημ᾽ ἐκείνῳ ᾽δωκεν Ἀλκμήνης γόνος.
ἆρ᾽ ὧδ᾽ ἄριστος ἐξ ἀριστέοιν δυοῖν
1305βλαστὼν ἂν αἰσχύνοιμι τοὺς πρὸς αἵματος,
οὓς νῦν σὺ τοιοῖσδ᾽ ἐν πόνοισι κειμένους
ὠθεῖς ἀθάπτους, οὐδ᾽ ἐπαισχύνῃ λέγων;
εὖ νυν τόδ᾽ ἴσθι, τοῦτον εἰ βαλεῖτέ που,
βαλεῖτε χἡμᾶς τρεῖς ὁμοῦ συγκειμένους.
1310ἐπεὶ καλόν μοι τοῦδ᾽ ὑπερπονουμένῳ
θανεῖν προδήλως μᾶλλον ἢ τῆς σῆς ὑπὲρ
γυναικός, ἢ τοῦ σοῦ γ᾽ ὁμαίμονος λέγω;
πρὸς ταῦθ᾽ ὅρα μὴ τοὐμόν, ἀλλὰ καὶ τὸ σόν.
ὡς εἴ με πημανεῖς τι, βουλήσῃ ποτὲ
1315καὶ δειλὸς εἶναι μᾶλλον ἢ ᾽ν ἐμοὶ θρασύς.


ΤΕΥ. Αλίμονο, η χάρη στον νεκρό με τί ταχύτητα
φυραίνει και βγαίνει στους ανθρώπους προδομένη.
Αφού αυτός εδώ μιλώντας, Αίαντα, ούτε μια στάλα
ανάμνηση για σένα δεν κρατεί, ενώ εσύ τόσες φορές
για χάρη του κινδύνεψες την ίδια τη ζωή σου
1270στη σύγκρουση της μάχης.
Και νά που τώρα όλα αυτά πήγαν χαμένα, σβήστηκαν.
Ω συ, που μόλις τώρα αράδιασες κάθε λογής
γελοίες κουβέντες, δεν λες να θυμηθείς τίποτα πια για τότε
που αυτός εδώ σας βρήκε, στο περίφραγμα αποκλεισμένους,
όπου, στο γύρισμα του αγώνα, είχατε φτάσει
στο μηδέν, κι αυτός, μόνος προστρέχοντας, σας γλίτωσε,
ενώ η φωτιά φουντώνοντας είχε αρπάξει από ψηλά
των καραβιών μας τους σκαρμούς, κι ο Έκτορας
με φόρα πήδηξε πάνω απ᾽ την τάφρο;
1280Ποιός τότε το κακό σταμάτησε; Αυτός δεν ήταν
που το πέτυχε; κι εσύ μας λες πως πουθενά το πόδι του
δεν έβαλε, δίχως να είσαι καν παρών.
Δεν είναι αυτός που έκανε για σας ό,τι απαιτούσε
η δύσκολη ώρα; Και κάτι ακόμη: αυτός δεν ήταν,
που σε κλήρωση, χωρίς κανείς να τον προστάξει,
βγήκε αντιμέτωπος στον Έκτορα,
μόνος σε μόνον; Χωρίς, ανάμεσα στους άλλους, να ρίξει
κλήρο κάλπικο, σβόλο από χώμα υγρό,
μα τέτοιον που έμελλε να αναπηδήσει πρώτος
μέσα από κράνος με λοφίο φουντωτό.
Ήταν αυτός που τα συντέλεσε αυτά που λέω, κι ήμουν εγώ
πάντα στο πλάι του — δούλος και γιος
μιας βάρβαρης γυναίκας.
Κακόμοιρε, πού κόλλησαν τα μάτια σου,
1290και λες αυτά που λες;
Δεν σου περνά από τον νου πως του πατέρα σου ο πατέρας,
ο αρχαίος Πέλοπας, βάρβαρος ήτανε κι αυτός,
απ᾽ τη Φρυγία;
Πως ο Ατρέας πάλι, αυτός που σ᾽ έσπειρε, παράθεσε
στον αδελφό του δείπνο ανίερο τα ίδια τα παιδιά του;
Ή πώς εσύ ο ίδιος είσαι από μάνα γεννημένος Κρητικιά,
που όταν ο πατέρας της την έπιασε μ᾽ άντρα ξενόφερτο
να σμίγει, έδωσε αμέσως εντολή στ᾽ άλαλα ψάρια
να τη ρίξουν για τροφή.
Τέτοιος εσύ, τέτοιον εμένα, τολμάς να μου προσβάλεις
τη γενιά; Που είμαι γεννημένος γιος του Τελαμώνα·
1300αυτός πρώτα αρίστευσε μες στον στρατό,
κι έπειτα πήρε για γυναίκα του τη μάνα μου,
αίμα βασιλικό, του Λαομέδοντα την κόρη,
γέρας ξεχωριστό που του το χάρισε ο γόνος της Αλκμήνης.
Εγώ, λοιπόν, άριστος γιος μ᾽ άριστους και τους δυο γονείς,
πώς θα μπορούσα να ντροπιάσω το αίμα μου;
Αυτούς εδώ, σε τέτοια συμφορά πεσμένους, που θες εσύ,
μ᾽ έναν σου λόγο τώρα, να τους πετάξεις άταφους,
χωρίς καμιά ντροπή.
Να ξέρεις όμως: αν κάπου τον πετάξετε, πετάξτε μας
κι εμάς τους τρεις μαζί του, σώματα νεκρά.
1310Το θεωρώ τιμή μου να πεθάνω, μπροστά στα μάτια όλων,
υπερασπίζοντας το σώμα του, παρά για μια γυναίκα,
δική σου ή του αδελφού σου — το λέω και το εννοώ.
Γι᾽ αυτό καλύτερα φυλάξου, για το δικό σου το συμφέρον,
όχι το δικό μου. Γιατί αν μου κάνεις άδικο κακό,
θα ευχηθείς μετά να ᾽χες φανεί καλύτερα δειλός,
παρά να μου φερθείς με τέτοιο θράσος.


ΤΕΥ. Αχ! πόσο γρήγορα οι θνητοί ξεχνούνε
τη χάρη που χρωστούν στον πεθαμένο,
που προδομένη σβήνεται και πάει,
αφού κι εσένα, Αίαντα, δε θυμάται
καθόλου αυτός, κι ας είχες κινδυνέψει
1270τόσες φορές για χάρη του στη μάχη·
μα όλα αυτά χαθήκανε, σβηστήκαν.
Ω! εσύ που μας αράδιασες πριν λίγο
πλήθος ανόητα λόγια, δε θυμάσαι
σαν ήσαστε κλεισμένοι στις γραμμές σας
κι άχρηστοι πια, στη μάχη τσακισμένοι,
ετούτος δε σας γλίτωσε μονάχος,
όταν εφούντωνε η φωτιά στα πλοία
και στων ναυτών τους πάγκους και πηδούσεν
ο Έκτορας με φόρα τα χαντάκια;
1280Ετούτα ποιός τα εμπόδισε; Δεν ήταν
αυτός που λες εσύ πως δεν εβγήκε
ποτές απ᾽ την παράταξή του; Ετούτα
λοιπόν για σας σωστά δεν ήταν; Κι όταν
αντίκρυ αυτός στον Έκτορα μονάχος
εστάθη με τη θέλησή του δίχως
κανείς να τον προστάξει κι ούτε κλήρο
ψεύτικο –σβόλο από βρεμένο χώμα–
να ρίξει, μα έναν τέτοιο, που πηδώντας
πρώτος να βγει απ᾽ τ᾽ όμορφο το κράνος;
Αυτός ήταν που τα έπραξεν ετούτα
κι εγώ μαζί του, σκλάβος, μιας γυναίκας
1290βάρβαρης γιος. Πανάθλιε, πού τα᾽ χεις
τα μάτια σου και τέτοια λες; Δεν ξέρεις
πως του πατέρα σου ο πατέρας ήταν
απ᾽ τη Φρυγία, ο βάρβαρος εκείνος
πανάρχαιος Πέλοπας; Πώς ο Ατρέας
που σ᾽ έσπειρε, το πιο ανόσιο δείπνο
στον αδερφό του πρόσφερε, τις σάρκες
να φάει των παιδιών του; Πως κι εσένα
σ᾽ έχει γεννήσει Κρητικιά μητέρα,
και πώς με ξένον άντρα όταν την ήβρε
την έριξε ο γονιός σου να τη φάνε
του πέλαγου τα ψάρια; Κι όντας τέτοιος
κατηγοράς εμέ και τη γενιά μου;
Πατέρας μου είναι εμένα ο Τελαμώνας,
1300που μέσα στο στρατό σαν ήρθε πρώτος
για την παλικαριά του, για γυναίκα
πήρε τη μάνα μου, βασιλοπούλα,
κόρη του Λαομέδοντα, βραβείο
ξέχωρο το βλαστάρι της Αλκμήνης
την έδωσε σ᾽ αυτόν. Κι ενώ είμαι γόνος
διπλής αρχοντογέννας, συγγενή μου
θα ντρόπιαζα, που εσύ, παρ᾽ όλο που ᾽χει
πέσει σε τέτοια τώρα δυστυχία,
θες να τον ρίξεις άταφο και δίχως
να ντρέπεσαι και να το λες; Ετούτο
μάθε καλά, πως αν τον πετάξεις
αυτόνε κάπου, τότε και τους τρεις μας,
έτσι όπως είμαστε, θα μας πετάξεις.
1310Είναι ωραίο να χάσω τη ζωή μου
παλεύοντας γι᾽ αυτόνε μπροστά σ᾽ όλους,
παρά για τη γυναίκα τη δική σου
ή του αδερφού σου τη γυναίκα λέω.
Γι᾽ αυτό φυλάξου όχι για με, για σένα.
Γιατί αν κακό μου κάνεις, θα το ευχόσουν
καλύτερα δειλός να ᾽σουνα τώρα,
παρά σε μένα τέτοιο θράσος να ᾽χεις.
(Έρχεται ο Οδυσσέας)


ΤΕΥ. Του πεθαμένου γλήγορα πόσο ξεχνιέται η χάρη
απ᾽ τους θνητούς και πιάνεται πως τον προδίνει κιόλας,
Αία μου, αυτός ο άνθρωπος δεν το θυμάται διόλου
1270πως πήες γι᾽ αυτόν χίλιες φορές να χάσεις τη ζωή σου.·
Μόν᾽ όλα πλια χαθήκανε και ξεχαστήκανε όλα,
συ με τα λόγια τα πολλά και με τη λίγη γνώση
πλια δεν θυμάσαι τίποτα, που ήστανε κλεισμένοι
κι απελπισμένοι κι έτρεξε μονάχος να σας σώσει
αυτός από τον πόλεμο, όταν φωτιά είχε πιάσει
στις κουπαστές των καραβιών και μέσα στα καράβια
γοργοπηδούσε ο Έχτορας απάνω απ᾽ τα χαντάκια.
1280Αυτά ποιός τα προφύλαξε; Αυτός δεν τα ᾽χε κάμει,
που λες πως δεν επάτησε πούπετα το ποδάρι;
Γιά δεν τα βρίσκετε σωστά πως ήταν να τα κάμει;
Και πάλε με τον Έχτορα δεν πιάστηκε μονάχος
εκείνος αυτοθέλητα, όχι από λάσπης σβόλο
βάζοντας ψεύτικο λαχνό, μόν᾽ τέτοιο που να έβγει
πρώτος απ᾽ την καλόκορφη την περικεφαλαία.
Εκείνος τα ᾽καμεν αυτά κι εγώ μ᾽ αυτόν αντάμα
ο δούλος, που από τη βάρβαρη γεννήθηκα τη μάνα.
1290Κακόμοιρε, τί σκέφτεσαι και τέτοια σαλιαρίζεις;
Δεν ξέρεις του πατέρα σου πως ήτανε πατέρας
ο Πέλοπας, κειος ο παλιός, ο βάρβαρος ο Φρύγας,
κι ο Ατρέας όπου σ᾽ έσπειρε πως άνομο τραπέζι
στον αδελφό του έβαλε να φάει τα παιδιά του.
Και συ από μάνα Κρητικιά γεννήθηκες ο ίδιος
που μ᾽ άλλονε ο πατέρας σου την έπιασε μια μέρα
και στον γιαλό την έριξε να τηνε φαν τα ψάρια.
Τέτοιος σαν είσαι, εμένανε το γένος μου τί βρίζεις;
που έχω για πατέρα μου τον γέρο Τελαμώνα,
1300που όντας μες στο στράτεμα κέρδισε τα πρωτάτα
την πήρε για γυναίκα του την ιδική μου μάνα,
κόρη του Λαομέδοντα, που από γένος ήταν
βασιλικό. Και διαλεχτό, το τέκνο της Αλκμήνης
δώρο σ᾽ αυτόν την έδωκε. Τέτοιος εγώ σαν είμαι
και απ᾽ αρχόντους σα βαστώ και μάνα και πατέρα,
θα τις ντροπιάσω τις γενιές που συ δεν θες να θάψω
αν και σε τέτοια βρίσκονται δεινά, και δεν το ντράπης
και να το πεις; Μόν᾽ ξέρε το καλά πως αν εκείνον
τον ρίξτε κάπου, και τους τρεις εμάς θα ρίξτε αντάμα.
Γιατί για με καλύτερο θενά ᾽ναι να πεθάνω
1310αυτόνε διαφεντεύοντας με παλικαροσύνη
παρά για τη γυναίκα σου ή για τον αδερφό σου.
Σ᾽ αυτά και το συφέρο σου θα ιδείς και το δικό μου,
που σαν με βλάψεις τίποτα θενα το μετανιώσεις.