Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (15.26-15.55)


ΓΟ. ἕρπειν ὥρα κ᾽ εἴη. ΠΡ. ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτά.
Εὐνόα, αἶρε τὸ νῆμα καὶ ἐς μέσον, αἰνόδρυπτε,
θὲς πάλιν· αἱ γαλέαι μαλακῶς χρῄζοντι καθεύδειν.
κινεῦ δή· φέρε θᾶσσον ὕδωρ. ὕδατος πρότερον δεῖ,
30 ἃ δὲ σμᾶμα φέρει. δὸς ὅμως. μὴ δὴ πολύ, λᾳστρί.
ἔγχει ὕδωρ. δύστανε, τί μευ τὸ χιτώνιον ἄρδεις;
παῦέ ποχ᾽· οἷα θεοῖς ἐδόκει, τοιαῦτα νένιμμαι.
ἁ κλᾲξ τᾶς μεγάλας πεῖ λάρνακος; ὧδε φέρ᾽ αὐτάν.
ΓΟ. Πραξινόα, μάλα τοι τὸ καταπτυχὲς ἐμπερόναμα
35 τοῦτο πρέπει· λέγε μοι, πόσσω κατέβα τοι ἀφ᾽ ἱστῶ;
ΠΡ. μὴ μνάσῃς, Γοργοῖ· πλέον ἀργυρίω καθαρῶ μνᾶν
ἢ δύο· τοῖς δ᾽ ἔργοις καὶ τὰν ψυχὰν ποτέθηκα.
ΓΟ. ἀλλὰ κατὰ γνώμαν ἀπέβα τοι. ΠΡ. τοῦτό κεν εἴπαις.
τὠμπέχονον φέρε μοι καὶ τὰν θολίαν· κατὰ κόσμον
40 ἀμφίθες. οὐκ ἀξῶ τυ, τέκνον. Μορμώ δάκνει· ἵππος.
δάκρυ᾽ ὅσσα θέλεις, χωλὸν δ᾽ οὐ δεῖ τυ γενέσθαι.
ἕρπωμες. Φρυγία, τὸν μικκὸν παῖσδε λαβοῖσα,
τὰν κύν᾽ ἔσω κάλεσον, τὰν αὐλείαν ἀπόκλᾳξον.
ὦ θεοί, ὅσσος ὄχλος. πῶς καὶ πόκα τοῦτο περᾶσαι
45 χρὴ τὸ κακόν; μύρμακες ἀνάριθμοι καὶ ἄμετροι.
πολλά τοι, ὦ Πτολεμαῖε, πεποίηται καλὰ ἔργα,
ἐξ ὧ ἐν ἀθανάτοις ὁ τεκών· οὐδεὶς κακοεργός
δαλεῖται τὸν ἰόντα παρέρπων Αἰγυπτιστί,
οἷα πρὶν ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες ἔπαισδον,
50 ἀλλάλοις ὁμαλοί, κακὰ παίχνια, πάντες ἀραῖοι.
ἁδίστα Γοργώ, τί γενώμεθα; τοὶ πολεμισταί
ἵπποι τῶ βασιλῆος. ἄνερ φίλε, μή με πατήσῃς.
ὀρθὸς ἀνέστα ὁ πυρρός· ἴδ᾽ ὡς ἄγριος. κυνοθαρσής
Εὐνόα, οὐ φευξῇ; διαχρησεῖται τὸν ἄγοντα.
55 ὠνάθην μεγάλως ὅτι μοι τὸ βρέφος μένει ἔνδον.


ΓΟΡ. Καιρός να ξεκινήσομε, καλή μου Πραξινόη.
ΠΡΑ. Όσοι δεν έχουνε δουλειά, έχουνε πάντα σχόλη.
Φέρε μου τώρα να πλυθώ, Ευνόη εσύ ακαμάτρα,
που σαν τις γάτες πάντοτε σ᾽ αρέσει το ραχάτι.
Κουνήσου, φέρ᾽ ευθύς νερό. Κοίτα, σαπούνι φέρνει.
30Ας είναι, δώσ᾽ μου το κι αυτό. Μα πρόσεχε, καημένη!
μη χύνεις δα τόσο νερό, βρέχεις το φόρεμα μου.
Φτάνει. Ποτέ δε νίφτηκα τόσο καλά, ποτέ μου.
Και της κασέλας το κλειδί πού να ᾽ναι; φέρε μού το.
ΓΟΡ. Ετούτο σου το φόρεμα με τις πολλές τις δίπλες
35σου πάει, αλήθεια, μια χαρά. Πόσο να σου κοστίζει
το ύφασμα; ΠΡΑ. Μην τα ρωτάς, Γοργώ μου· μου κοστίζει
απάνω από εκατό δραχμές, χωρίς να λογαριάσω
τους κόπους για το ράψιμο. ΓΟΡ. Θα ᾽σ᾽ ευχαριστημένη.
ΠΡΑ. Πάρα πολύ. Φέρε μου πια το πανωφόρι, Ευνόη,
και βάλε μου το σκιάδι μου με χάρη στο κεφάλι.
Παιδί μου, δε θα ᾽ρθεις μαζί, κάθισ᾽ εδώ, χρυσό μου,
40είναι χιλιάδες αλόγα κι είν᾽ ο μπαμπούλας έξω
και τα δαγκώνει τα παιδιά. Κλαίγε όσο θέλεις τώρα·
εγώ δε θέλω να σε δω να μου κουτσαίνεις. Πάμε.
Πάρε, Φρυγία, το παιδί, βάλε τη σκύλα μέσα
και κλείσε την οξώπορτα. — Θεέ μου, τί κόσμος που ᾽ναι!
Πώς θα περάσομε, καλέ, μέσ᾽ από τόσο πλήθος;
45θαρρείς μερμήγκια αμέτρητα χιλιάδες και χιλιάδες.
Πόσα καλά μάς έκανεν ο Πτολεμαίος αφότου
πέθανεν ο πατέρας του! Κανείς ληστής δεν πιάνει
στο δρόμο τους διαβάτες πια· κανένας από κείνους
50που πλάνευαν με ψεύτικα και κλέφτικα παιγνίδια.
Γοργώ μου, τί θα γίνομε; πώπω τί κόσμος που ᾽ναι!
Νά τ᾽ άλογα του βασιλιά. Κοίτα μη με πατήσεις,
φίλε μου συ. Σηκώθηκε στα πισινά ποδάρια
αυτό το κόκκιν᾽ άλογο· γιά δες τί άγριο που ᾽ναι!
Ευνόη, δε φυλάγεσαι; Αλί που το κρατάει!
θα τον τσαλαπατήσει εκεί. Αλήθεια, τί καλά μου
55που δεν επήρα το μικρό και τ᾽ άφησα στο σπίτι!