ΓΟΡ. Καιρός να ξεκινήσομε, καλή μου Πραξινόη.
ΠΡΑ. Όσοι δεν έχουνε δουλειά, έχουνε πάντα σχόλη.
Φέρε μου τώρα να πλυθώ, Ευνόη εσύ ακαμάτρα,
που σαν τις γάτες πάντοτε σ᾽ αρέσει το ραχάτι.
Κουνήσου, φέρ᾽ ευθύς νερό. Κοίτα, σαπούνι φέρνει.
30Ας είναι, δώσ᾽ μου το κι αυτό. Μα πρόσεχε, καημένη!
μη χύνεις δα τόσο νερό, βρέχεις το φόρεμα μου.
Φτάνει. Ποτέ δε νίφτηκα τόσο καλά, ποτέ μου.
Και της κασέλας το κλειδί πού να ᾽ναι; φέρε μού το.
ΓΟΡ. Ετούτο σου το φόρεμα με τις πολλές τις δίπλες
35σου πάει, αλήθεια, μια χαρά. Πόσο να σου κοστίζει
το ύφασμα; ΠΡΑ. Μην τα ρωτάς, Γοργώ μου· μου κοστίζει
απάνω από εκατό δραχμές, χωρίς να λογαριάσω
τους κόπους για το ράψιμο. ΓΟΡ. Θα ᾽σ᾽ ευχαριστημένη.
ΠΡΑ. Πάρα πολύ. Φέρε μου πια το πανωφόρι, Ευνόη,
και βάλε μου το σκιάδι μου με χάρη στο κεφάλι.
Παιδί μου, δε θα ᾽ρθεις μαζί, κάθισ᾽ εδώ, χρυσό μου,
40είναι χιλιάδες αλόγα κι είν᾽ ο μπαμπούλας έξω
και τα δαγκώνει τα παιδιά. Κλαίγε όσο θέλεις τώρα·
εγώ δε θέλω να σε δω να μου κουτσαίνεις. Πάμε.
Πάρε, Φρυγία, το παιδί, βάλε τη σκύλα μέσα
και κλείσε την οξώπορτα. — Θεέ μου, τί κόσμος που ᾽ναι!
Πώς θα περάσομε, καλέ, μέσ᾽ από τόσο πλήθος;
45θαρρείς μερμήγκια αμέτρητα χιλιάδες και χιλιάδες.
Πόσα καλά μάς έκανεν ο Πτολεμαίος αφότου
πέθανεν ο πατέρας του! Κανείς ληστής δεν πιάνει
στο δρόμο τους διαβάτες πια· κανένας από κείνους
50που πλάνευαν με ψεύτικα και κλέφτικα παιγνίδια.
Γοργώ μου, τί θα γίνομε; πώπω τί κόσμος που ᾽ναι!
Νά τ᾽ άλογα του βασιλιά. Κοίτα μη με πατήσεις,
φίλε μου συ. Σηκώθηκε στα πισινά ποδάρια
αυτό το κόκκιν᾽ άλογο· γιά δες τί άγριο που ᾽ναι!
Ευνόη, δε φυλάγεσαι; Αλί που το κρατάει!
θα τον τσαλαπατήσει εκεί. Αλήθεια, τί καλά μου
55που δεν επήρα το μικρό και τ᾽ άφησα στο σπίτι!
|