ΟΡΕΣΤΗΣ
Μα για να μάθεις — γιατί πού θα βγει δε ξέρω
κι όξω απ᾽ τον ίσιο δρόμο σαν πώς να με τρέχουν
τ᾽ αλόγατα, κι έτσι με σέρνει αθέλητά μου
που δεν ακούει γκέμι ο νους και στην καρδιά μου
στέκετ᾽ εμπρός ο φόβος έτοιμος να ψάλει
και να χοροπηδάει αυτή καθώς της κρούει —
μα όσο μου στέκει ακόμα ο νους, λέω στους δικούς μου
και διαλαλώ πως σκότωσα, μα με το δίκιο,
την πατροχτόνα θεομίσητή μου μάνα.
κι αυτής της τόλμης το κεντρί λέω και καυχιούμαι
1030πως μόβαλε ο πυθόμαντης Λοξίας, που μου ᾽πε
όξω από κάθε φταίξιμο θα ᾽μαι αν το πράξω,
κι αν τ᾽ αμελήσω — δεν το λέω το τί θα πάθω,
ουδ᾽ είν᾽ να βάλει ανθρώπου νους τις συμφορές μου.
Και τώρα βλέπετε με, πώς αυτά κρατώντας
τα ελιόκλαδα ζωσμένα με μαλλί, θα πάω
ικέτης στο μεσόμφαλο ιερό του Φοίβου,
όπου της άσβηστης φωτιάς το φέγγος λάμπει,
για να φύγω της μάνας μου το γαίμα, κι ούδε
να σύρω σ᾽ άλλη εστία πρόσταξε ο Λοξίας.
1040Και σεις, Αργίτες, όλοι σας θέλω μια μέρα
να πείτε, πως οι συμφορές αυτές γενήκαν
και μάρτυρές μου, σαν ερθεί ο Μενέλαος, να ᾽στε·
μα εγώ πλανήτης ξένος και χωρίς πατρίδα,
ζωντανός και νεκρός τ᾽ όνομ᾽ αυτό θ᾽ αφήσω.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Μα έκαμες δίκια και στο στόμα σου μην παίρνεις
λόγια κακομελέτητα και γλωσσοτρώεσαι·
ξεσκλάβωσες τη χώρα πάσα των Αργείων
πόκοψες έτσι μια των δυο φιδιών την κάρα.
|