Και στ᾽ αναμεταξύ —επειδή άγριο κύμα
έριχνε στη στεριά το πλοίο, κι η κόρη
1380φοβότανε το πόδι της να βάλει
μες στο νερό,— ο Ορέστης στο ζερβό του
αφού την κάθισε ώμο, μπήκε μέσα
στη θάλασσα, όρμησε ίσια πα στη σκάλα
και μέσα στ᾽ ωραιοσήμαδο καράβι
βάζει την αδερφή του και της Άρτεμης
την απ᾽ τον ουρανό πεσμένη εικόνα.
Κι ακούστηκε φωνή μέσ᾽ απ᾽ το σκάφος:
«Έλληνες ναύτες, κάντε το καράβι
να νιώσει τα κουπιά, κι αφρούς σηκώστε.
Όσα ζητούσαμε, όταν μες στον πόντο
τον αφιλόξενο ήρθαμε κι εδώθε
από τις Συμπληγάδες, τα ᾽χουμε όλα.»
1390Μ᾽ ένα «αχ» βαθύ ανακούφισης εκείνοι
χτυπήσαν το αρμυρό νερό. Το πλοίο,
όσο ήταν στο λιμάνι, προχωρούσε
προς την μπασιά, μα σαν περνούσε για έξω,
βρήκε άγριο κύμα μπρος του και πιεζόταν·
του ᾽σπρωχνε τα πανιά κατά την πρύμη
άνεμος ξαφνικός· με πείσμα εκείνοι
πάλευαν με το κύμα· αλλά η φουρτούνα
προς τη στεριά ξανάφερνε το πλοίο.
Κι η κόρη του Αγαμέμνονα, όρθια, κάνει
μια δέηση: «Θυγατέρα της Λητώς,
σώσε με, εμένα τη δικιά σου ιέρεια,
από βάρβαρη χώρα στην Ελλάδα
1400κι αυτή μου την κλεψιά συχώρεσέ την.
Ω θεά, αγαπάς τον αδερφό σου· δέξου
να ᾽χω κι εγώ για το δικό μου αγάπη.»
Τη δέηση της κοπέλας με παιάνα
συνόδεψαν οι ναύτες, και τα χέρια,
γυμνά ως τους ώμους, μ᾽ ένα πρόσταγμα όλοι,
τα ᾽βαλαν στα κουπιά. Μα προς τους βράχους
όλο και πιο πολύ το πλοίο κυλούσε·
κι εμείς... στη θάλασσα άλλοι μας πηδήξαν,
θηλιές πασκίζανε άλλοι να περάσουν.
Εγώ έτρεξα, σ᾽ εσένα, αφέντη, αμέσως,
1410για να σου πω τί γίνεται εκεί κάτω.
Πάρε λοιπόν θηλιές, πάρε αλυσίδες
και τρέξε εκεί· το κύμα αν δεν καλμάρει,
δεν έχουν σωτηρίας ελπίδα οι ξένοι·
ο αφέντης του πελάγου, ο Ποσειδώνας
ο σεβαστός, και το Ίλιο προστατεύει,
τους Πελοπίδες πολεμάει, και τώρα
στων πολιτών και στα δικά σου χέρια
το γιο, θαρρώ, θα βάλει του Αγαμέμνονα,
μα και την αδερφή του, που, ξεχνώντας
πως πήγαν να τη σφάξουν στην Αυλίδα,
της θεάς μας αποδείχνεται απαρνήτρα.
1420ΚΟΡ. Δόλια Ιφιγένεια, ο ρήγας αν σας πιάσει
πάει η ζωή σου, πάει και του αδερφού σου.
ΘΟ. Της γης αυτής, της βάρβαρης πολίτες!
Όλοι! Τ᾽ άλογα, μπρος, χαλιναρώστε
και τρέξτε στ᾽ ακρογιάλι, το ναυάγιο
το ελληνικό στα χέρια σας να πέσει·
και βιαστικά, με τη θεά βοηθό σας,
αθεόφοβους ανθρώπους κυνηγήστε·
ρίξτε άλλοι στο γιαλό γοργά καράβια,
για να τους πιάσουμε έτσι, και πελάγου
και στεριάς κυνηγώντας τους· και τότε
ή από τραχύ να γκρεμιστούνε βράχο
1430ή να παλουκωθούνε τα κορμιά τους.
Κι εσείς, κυράδες, που τα σχέδια τούτα
τα ξέρατε, θα σας παιδέψω, μόλις
αδειάσω· τώρα βιαστική δουλειά
με καρτερεί κι έτσι ήσυχος δε μένω.
|