ΧΟΡ. Ω! γιοι του Δία, μπορώ να σας μιλήσω;
ΔΙΟ. Μπορείς, δεν είσαι μολυσμένη από τον φόνο.
ΗΛΕ. Μπορώ κι εγώ να σας μιλήσω, Τυνδαρίδες;
ΔΙΟ. Κι εσύ· στον Φοίβο θ᾽ αποδώσω
την αιματοβαμμένη τούτη πράξη.
ΧΟΡ. Και πώς εσείς, όντας θεοί κι αδέρφια
της σκοτωμένης, δεν εδιώξατε
1300τις συμφορές απ᾽ το παλάτι;
ΔΙΟ. Η μοίρα κι η ανάγκη οδηγούσαν
εκείνο που έπρεπε να γίνει,
κι οι άσοφοι χρησμοί του Φοίβου.
ΗΛΕ. Εμένα ποιός Απόλλωνας και ποιοί
μου ορίσανε χρησμοί να γίνω
φόνισσα της μητέρας μου;
ΔΙΟ. Παρόμοιες πράξεις κι ίδιες τύχες
και μια η προγονική κατάρα
σύντριψε και τους δυο σας.
ΟΡΕ. Αχ! αδερφή μου, τώρα που σε βρήκα,
μετά από τόσα χρόνια, τώρα αμέσως
θα στερηθώ τη θέρμη της αγάπης σου
1310και θα σε χάσω, φεύγοντας, για πάντα.
ΔΙΟ. Αυτή έχει σπίτι κι άντρα·
τα πάθη της πικρά δεν είναι,
πάρεξ που αφήνει των Αργείων την πόλη.
ΗΛΕ. Και για τί άλλο αξίζει να θρηνείς
παρά που αφήνεις την πατρίδα;
ΟΡΕ. Μα εγώ απ᾽ το πατρικό παλάτι φεύγω
και ξένοι για της μάνας μου τον φόνο
θα με δικάσουν.
ΔΙΟ. Έχε τα θάρρη σου· θα φτάσεις
στην ιερή πόλη της Παλλάδας·
1320κάνε κουράγιο.
ΗΛΕ. Σφιχτά, ακριβέ αδερφέ μου, αγκάλιασέ με·
γιατί οι κατάρες της μητέρας οι θανάσιμες
μας αποδιώχνουν απ᾽ το σπίτι μας.
ΟΡΕ. Πέσε στην αγκαλιά μου, αγκάλιασέ με,
και κλάψε σα να κλαις πάνω σε τάφο.
ΔΙΟ. Αλίμονο· και για θεούς ακόμη
είναι πικρό ν᾽ ακούν τον λόγο που είπες.
Γιατί κι εγώ και τ᾽ ουρανού οι θεοί
1330τους δύστυχους ανθρώπους συμπονάμε.
ΟΡΕ. Ποτέ μου πια δεν θα σε δω!
ΗΛΕ. Ούτε κι εγώ θα δω τα μάτια σου.
ΟΡΕ. Αυτά είναι τα στερνά σου λόγια.
ΗΛΕ. Ω! πόλη, έχε γεια.
Κι εσείς έχετε γεια,
καλές μου συντοπίτισσες.
ΟΡΕ. Ω! αγαπημένη, φεύγεις κιόλας;
ΗΛΕ. Φεύγω μέσα στα δάκρυα.
1340ΟΡΕ. Πυλάδη, πήγαινε χαρούμενος,
παντρέψου την Ηλέκτρα.
|