Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (1186-1222)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ


ΧΟ. ἰὼ γενεαὶ βροτῶν, [στρ. α]
ὡς ὑμᾶς ἴσα καὶ τὸ μη-
δὲν ζώσας ἐναριθμῶ.
τίς γάρ, τίς ἀνὴρ πλέον
1190τᾶς εὐδαιμονίας φέρει
ἢ τοσοῦτον ὅσον δοκεῖν
καὶ δόξαντ᾽ ἀποκλῖναι;
τὸν σόν τοι παράδειγμ᾽ ἔχων,
τὸν σὸν δαίμονα, τὸν σόν, ὦ
1195τλᾶμον Οἰδιπόδα, βροτῶν
οὐδὲν μακαρίζω·

ὅστις καθ᾽ ὑπερβολὰν [ἀντ. α]
τοξεύσας ἐκράτησας τοῦ
πάντ᾽ εὐδαίμονος ὄλβου,
ὦ Ζεῦ, κατὰ μὲν φθίσας
τὰν γαμψώνυχα παρθένον
1200χρησμῳδόν, θανάτων δ᾽ ἐμᾷ
χώρᾳ πύργος ἀνέστας·
ἐξ οὗ καὶ βασιλεὺς καλῇ
ἐμὸς καὶ τὰ μέγιστ᾽ ἐτι-
μάθης ταῖς μεγάλαισιν ἐν
Θήβαισιν ἀνάσσων.

τανῦν δ᾽ ἀκούειν τίς ἀθλιώτερος; [στρ. β]
1205τίς ἄταις ἀγρίαις, τίς ἐν πόνοις
ξύνοικος ἀλλαγᾷ βίου;
ἰὼ κλεινὸν Οἰδίπου κάρα,
ᾧ μέγας λιμὴν
αὑτὸς ἤρκεσεν
παιδὶ καὶ πατρὶ
θαλαμηπόλῳ πεσεῖν,
1210πῶς ποτε πῶς ποθ᾽ αἱ πατρῷ-
αί σ᾽ ἄλοκες φέρειν, τάλας,
σῖγ᾽ ἐδυνάθησαν ἐς τοσόνδε;

ἐφηῦρέ σ᾽ ἄκονθ᾽ ὁ πάνθ᾽ ὁρῶν χρόνος, [ἀντ. β]
δικάζει τὸν ἄγαμον γάμον πάλαι
1215τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον.
ἰώ, Λαΐειον ‹ὦ› τέκνον,
εἴθε σ᾽ εἴθε ‹σε›
μήποτ᾽ εἰδόμαν.
δύρομαι γὰρ ὥσ-
περ ἰήλεμον χέων
1220ἐκ στομάτων. τὸ δ᾽ ὀρθὸν εἰ-
πεῖν, ἀνέπνευσά τ᾽ ἐκ σέθεν
καὶ κατεκοίμησα τοὐμὸν ὄμμα.


ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Ιού, ιού γενεές των θνητών, [στρ. α]
αναμετρώ τη ζωή σας
και βρίσκω παντού το μηδέν.
Ποιός άνθρωπος ευδαιμονεί
1190και πλέει για πολύ στην ευτυχία;
Μονάχα τη φαντάζεται·
λίγο κρατάει τ᾽ όνειρο και σβήνει.
Τη συμφορά σου θωρώ,
τον ανελέητο θωρώ δαίμονά σου
και τίποτα θνητό δεν δύναμαι,
Οιδίπου θλιβερέ, να μακαρίσω.

Αυτός ετόξευσε και πέρασε το μέτρο, [αντ. α]
αυτός στο χέρι κράτησε
της ευτυχίας τον ανθό·
αφάνισεν, ω Ζευ, τη χρησμωδό
παρθένα τη γαμψώνυχη·
1200υψώθηκε σαν πύργος και σταμάτησε
το θάνατο που ρήμαξε τη χώρα.
Γι᾽ αυτό και βασιλέα σε αναγόρευσα,
ως βασιλέα μου σε λάμπρυνα
κι ως βασιλέας μου κυβέρνησες
τη Θήβα τη μεγάλη.

Γεννήθηκε στα χρόνια μας πιο δύσμοιρος [στρ. β]
κανείς;
Ποιός άλλος άλλαξε ζωή και βρέθηκε
να συνοικεί με της ανοίκειας κατάρας το φορτίο;
Ιού, η σεπτή κεφαλή του Οιδίποδος!
Πώς μπόρεσε και δέχθηκεν ο μέγας κόλπος
1210νυμφίο τον πατέρα και τον γιο;
πώς μπόρεσες, κακότυχε, να σπείρεις
στ᾽ αυλάκι που άνοιξε τ᾽ αλέτρι του πατέρα σου;
και πώς δεν έβγαλε φωνή να σου μιλήσει;

Ο παντεπόπτης χρόνος σε φανέρωσεν [αντ. β]
αδόκητα
και δίκασε το γάμο τον ανίερο,
όπου τα τέκνα μιαρά τεκνοποιούσαν.
Ιού, υγιέ του Λαΐου, ποτέ
μα ποτέ να μη σ᾽ είχα αντικρίσει.
Οδύρομαι και γέμισε το στόμα μου
1220με θρήνο βακχικό. Κι όμως θα πω
την αλήθεια: μου έδωσες νέα πνοή
και χόρτασαν τον ύπνο το βαθύ τα βλέφαρά μου.


ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Αχ, αχ, ω γενεές των θνητών,
πόσον εγώ τη ζωή σας
και το μηδέν ένα τα ᾽χω!
Γιατί ποιός άνθρωπος, ποιός,
1190την ευτυχία χαίρεται αλλιώς,
παρά σα μιαν ονειροφαντασιά,
που αφού θα την ονειρευτεί
γυρνάει και φεύγει;
Τη δικιά σου τη μοίρα,
τη δικά σου παράδειγμα παίρνω,
ταλαίπωρε Οιδίποδα,
και τίποτ᾽ απ᾽ τ᾽ ανθρώπινα
δε μακαρίζω.

Αυτός όσο κανείς πιο μακριά
σαϊτεύοντας κέρδισε
την πιο ασύγκριτη ευτυχία·
κι αφού ξολόθρεψε, ω Δία,
τη χρησμωδό τη γαμψώνυχη,
1200πύργος της χώρας μου στυλώθηκε
στο θάνατο καταντικρύ.
Γι᾽ αυτό από τότε
βασιλιάς μου, ω Οιδίπου,
ονομάστηκες και με μεγάλες
τιμές εδοξάστηκες,
στην τρανήν αφεντεύοντας
μέσα τη Θήβα.

Και τώρα ποιός αθλιότερος ν᾽ ακούς,
ποιός σαν κι αυτόν μέσα σε τέτοιες κατάρες
και τέτοιες άγριες συφορές
να βρέθηκε με μια στροφή της τύχης;
Ω, αλίμονό σου, Οιδίπου ξακουστέ,
που εσένα, το παιδί,
το ίδιο με τον πατέρα
λιμάνι φοβερό
1210σε χώρεσε, νυμφίος να πέσεις!
Πώς το δυνάστηκαν, μα πώς
οι πατρικές σου οι αυλακιές
τόσον καιρό, ταλαίπωρε,
αμίλητα να σε υποφέρουν;

Μα σε ήβρε τέλος, δίχως να το θες,
ο χρόνος, π᾽ όλα βλέπει, και τον δίκασε
το γάμο τον κακόγαμο,
που ο ίδιος και γεννούσε και γεννιόνταν.
Αλίμονό σου, ω του Λάιου γιε,
άμποτ᾽ εγώ ποτέ
να μη σε είχα γνωρίσει·
γιατί πικρά θρηνώ
1220κι από καρδιάς το κλάμα χύνω.
Όμως, να πω και το σωστό,
χάρη σε σένα μπόρεσα
να ξανασάνω εγώ
κι ύπνο στα μάτια σου να δώσω.


ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Αλί σας, γενιές των θνητών,
δε λογιάζω απ᾽ το τίποτα πιο πολύ τη ζωή σας.
1190Ποιός άνθρωπος νιώθει χαρά
ευτυχίας, πιο μεγάλη παρ᾽ όση
φανερή είναι, ώσπου πάλε
κι ό,τι εφάνη, να σβήσει;
Τη βαριά συφορά σου θωρώντας,
το δικό σου, Οιδίπου άμοιρε, ριζικό, πια κανένα
θνητό δε ζηλεύω.

Η σαΐτα του ερίχτη μακριά
και σαν άθλο έτσι κέρδισε τρισμακάριστη τύχη,
κι αφάνισε, ω Δία, την πικρή,
που ᾽χε λιόνταινας νύχια γητεύτρα
και στην χώρα μου ορθώθη
1200μπρος στο χάρο σαν πύργος.
Μα γι᾽ αυτό κι εγώ, Οιδίπου, άρχοντά μου
σε είπα, κι έτσι βασίλευες με τιμή και με δόξα
στη μεγάλη τη Θήβα.

Άμοιρος ποιός άλλος είναι τώρα σαν κι εσέ;
Ποιανού η τύχη αλλάζει ξάφνου, ποιός νιώθει άγριες
συφορές και πόνους;
Αλί, Οιδίπου δοξασμένε,
η ίδια αγκάλη και παιδί
και πατέρα εδέχτη
1210σε μεθύσι νυφικό.
Τόσα χρόνια η πατρική σου κοίτη πώς να σε κρατεί
άφωνη μπορούσε;

Μα άθελά σου σε ήβρε ο χρόνος που όλα τα θωρεί
κι αφορίζει ανόσιο γάμον, που ίδιους δείχνει
και γονιό και γόνο.
Αλί, αλί σου· γιε του Λάιου,
να ᾽ταν να μη σε είχα δει
πουθενά ποτέ μου.
Φεύγει μοιρολόι πικρό
1220απ᾽ τα χείλια μου· από σένα πήρα ανάσα,
κι από σέ σκοτεινιά με πνίγει.