ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡ. Αχ, αχ, ω γενεές των θνητών,
πόσον εγώ τη ζωή σας
και το μηδέν ένα τα ᾽χω!
Γιατί ποιός άνθρωπος, ποιός,
1190την ευτυχία χαίρεται αλλιώς,
παρά σα μιαν ονειροφαντασιά,
που αφού θα την ονειρευτεί
γυρνάει και φεύγει;
Τη δικιά σου τη μοίρα,
τη δικά σου παράδειγμα παίρνω,
ταλαίπωρε Οιδίποδα,
και τίποτ᾽ απ᾽ τ᾽ ανθρώπινα
δε μακαρίζω.
Αυτός όσο κανείς πιο μακριά
σαϊτεύοντας κέρδισε
την πιο ασύγκριτη ευτυχία·
κι αφού ξολόθρεψε, ω Δία,
τη χρησμωδό τη γαμψώνυχη,
1200πύργος της χώρας μου στυλώθηκε
στο θάνατο καταντικρύ.
Γι᾽ αυτό από τότε
βασιλιάς μου, ω Οιδίπου,
ονομάστηκες και με μεγάλες
τιμές εδοξάστηκες,
στην τρανήν αφεντεύοντας
μέσα τη Θήβα.
Και τώρα ποιός αθλιότερος ν᾽ ακούς,
ποιός σαν κι αυτόν μέσα σε τέτοιες κατάρες
και τέτοιες άγριες συφορές
να βρέθηκε με μια στροφή της τύχης;
Ω, αλίμονό σου, Οιδίπου ξακουστέ,
που εσένα, το παιδί,
το ίδιο με τον πατέρα
λιμάνι φοβερό
1210σε χώρεσε, νυμφίος να πέσεις!
Πώς το δυνάστηκαν, μα πώς
οι πατρικές σου οι αυλακιές
τόσον καιρό, ταλαίπωρε,
αμίλητα να σε υποφέρουν;
Μα σε ήβρε τέλος, δίχως να το θες,
ο χρόνος, π᾽ όλα βλέπει, και τον δίκασε
το γάμο τον κακόγαμο,
που ο ίδιος και γεννούσε και γεννιόνταν.
Αλίμονό σου, ω του Λάιου γιε,
άμποτ᾽ εγώ ποτέ
να μη σε είχα γνωρίσει·
γιατί πικρά θρηνώ
1220κι από καρδιάς το κλάμα χύνω.
Όμως, να πω και το σωστό,
χάρη σε σένα μπόρεσα
να ξανασάνω εγώ
κι ύπνο στα μάτια σου να δώσω.
|