ΟΡΕ. Άφες αυτή τη νεκροδόχα τώρα
και θα μάθεις το παν. ΗΛΕ. Για το Θεό,
μη μου το κάμεις, ξένε, αυτό το πράμα.
ΟΡΕ. Άκου με που σου λέω, και δε θα χάσεις.
ΗΛΕ. Στα γόνατά σου πέφτω, σε ξορκίζω,
μη μου αφαιρείς ό,τι έχω πιο ακριβό μου.
ΟΡΕ. Όχι, δε σ᾽ την αφήνω. ΗΛΕ. Ω η δύστυχη
πάλι εξαιτίας σου, Ορέστη, αν μου στερήσουν
1210και την ταφή σου! ΟΡΕ. Μη λες κακά λόγια,
δεν είναι δίκιο να τον κλαις. ΗΛΕ. Δεν είναι
δίκιο να κλαίω το νεκρό αδερφό μου;
ΟΡΕ. Δε σου ταιριάζει αυτό να λες το λόγο.
ΗΛΕ. Τόσο του πεθαμένου είμαι ανάξια;
ΟΡΕ. Ανάξια κανενός εσύ δεν είσαι,
μ᾽ αυτό δεν είναι τίποτα για σένα.
ΗΛΕ. Και πώς, αφού κρατώ του Ορέστη εδώ
το σώμα; ΟΡΕ. Δεν είναι αυτό του Ορέστη
παρά με λόγια μοναχά. ΗΛΕ. Και πού είναι
ο τάφος του δυστυχισμένου εκείνου;
ΟΡΕ. Πουθενά τάφο οι ζωντανοί δεν έχουν.
ΗΛΕ. Τί λες, παιδί μου; ΟΡΕ. Τίποτα δε λέγω
1220που να ᾽ναι ψέμα. ΗΛΕ. Μα ζει, αλήθεια, εκείνος;
ΟΡΕ. Αν είμαι ζωντανός κι εγώ. ΗΛΕ. Εσύ ᾽σαι,
εσύ ᾽σαι εκείνος; ΟΡΕ. Κοίτα τη σφραγίδα
του πατέρα μου αυτή και πίστεψέ το
αν είν᾽ αλήθεια. ΗΛΕ. Ω τρισευτυχισμένη
ημέρα! ΟΡΕ. Αλήθεια τρισευτυχισμένη.
Το μαρτυρώ κι εγώ. ΗΛΕ. Φωνούλα μου, ήρθες;
ΟΡΕ. Κι απ᾽ άλλον μην το μάθεις πια. ΗΛΕ. Και σ᾽ έχω
στην αγκαλιά μου; ΟΡΕ. Κι έτσι πια για πάντα
να μ᾽ έχεις. ΗΛΕ. Φίλες μου αγαπημένες
και συμπολίτισσες, τον βλέπετε,
νά, εμπρός σας, τον Ορέστη, που μ᾽ απάτη
μας πέθανε και που με απάτη πάλι
ζωντάνεψε. ΧΟΡ. Τον βλέπομε, καλή μας,
1230και για την τόση αυτή ευτυχία, δάκρυα
χαράς από τα μάτια μου κυλούνε.
|