Αφού ο Σωκράτης παράδωσε το Φειδιππίδη στον πατέρα του και μπήκε στο σπουδαστήριο, ο Στρεψιάδης συνεχίζει.
Πρώτη χαρά μου, αυτό το χρώμα που έχεις.
Το δείχνει αμέσως η όψη σου πως είσαι
της άρνησης, του αντίλογου τεχνίτης·
πάνω σου ανθίζει αυτό το ντόπιο «Εσύ
τί λες;» και το άλλο: ενώ αδικείς και βλάφτεις
τον άλλον, να ᾽χεις όψη αδικημένου·
κι έχεις τον αττικό στο μούτρο αέρα.
Έλα λοιπόν και σώσε με, αφού μ᾽ έχεις
χαντακωμένο εσύ. ΦΕΙ. Και τί φοβάσαι;
ΣΤΡ. Την πρώτη και στερνή. ΦΕΙ. Μα υπάρχει μέρα
και πρώτη και στερνή; ΣΤΡ. Του παραβόλου·
1180καταθέτουν και μήνυση σου κάνουν.
ΦΕΙ.Μα τότε οι καταθέτες θα το χάσουν·
μια μέρα δεν μπορεί να γίνει δύο.
ΣΤΡ. Δεν μπορεί; ΦΕΙ. Φυσικά· πώς μια γυναίκα
θα ᾽ναι και γριά και νια; Κι η μέρα το ίδιο.
ΣΤΡ. Κι όμως ο νόμος… ΦΕΙ. Δεν τον ερμηνεύουν
σωστά· γι᾽ αυτό. ΣΤΡ. Και ποιά η σωστή ερμηνεία;
ΦΕΙ. Ο Σόλωνας, ο αρχαίος μας νομοθέτης,
αγάπαε το λαό. ΣΤΡ. Δε βλέπω να ᾽χει
μια σχέση αυτό με τη στερνή και πρώτη.
ΦΕΙ. Δυο μέρες για τη μήνυση έχει ορίσει,
1190τη στερνή και την πρώτη, ώστε να κάνουν
τις καταθέσεις με το νιο φεγγάρι.
ΣΤΡ. Και τη στερνή γιατί να την προσθέσει;
ΦΕΙ. Για να μην πηγαίνουν να εξοφλούν το χρέος
μια μέρα πριν, αν θέλουν, οι οφειλέτες·
αλλιώς, πρωί πρωί την άλλη μέρα,
να τους οχλούνε με το νιο φεγγάρι.
ΣΤΡ. Αλλά οι αρχές, σαν είναι νιο φεγγάρι,
δε δέχονται παράβολα· τα θέλουν
τη στερνόπρωτη μέρα· ποιός ο λόγος;
ΦΕΙ. Το κάνουν σαν αυτούς που δοκιμάζουν
τα φαγητά της αυριανής γιορτής·
βιάζονται τα παράβολα ν᾽ αρπάξουν
1200κι έτσι μια μέρα πριν τα δοκιμάζουν.
ΣΤΡ. Αυτό ᾽ναι, αυτό. Τί κάθεστε, κουτάβια,
δυστυχισμένοι, λεία για μας τους ξύπνιους;
Βρε, που είστε τούβλα, νούμερα, κοπάδια
πρόβατα, και τσουκάλια στην αράδα.
Για τις καλοτυχίες μου θα τονίσω
εγκώμιο στον εαυτό μου και στο γιο μου.
«Ω καλότυχε Στρεψιάδη,
που κι εσύ φωστήρας είσαι
κι έκαμες και γιο σπουδαίο!»
Έτσι θα μου λένε οι φίλοι,
έτσι κι όλοι οι χωριανοί
1210και θα ζηλεύουν που όλες πια τις δίκες θα κερδίζεις.
Μα πάμε, γιε μου, σπίτι μας, τραπέζι να σου στρώσω.
|