ΧΟΡ. (Στους θεατές:)
Πρόλογο ή επίλογο καλύτερο δεν ξέρουν
των φτεροπόδαρων ατιών οι καβαλάρηδές μας
απ᾽ το τραγούδι. Όμως με το τραγούδι τους αυτό δεν το ᾽θελε η καρδιά τους να πικράνουν —καθόλου, μα καθόλου!— τις αδερφές Λυσίστρατο και Θούμαντη τον ανέστιο. [1270] Γιατί ετούτος, ο Θούμαντης, λατρεμένε μας Απόλλωνα, μια ζωή πεινασμένος, με δάκρυα κορόμηλο αγγίζει τη φαρέτρα σου στον άγιο τόπο των Δελφών, για να γλιτώσει απ᾽ τη φριχτή πείνα.
ΚΟΡ. Να ξεφτελίζεις τους κακούς δεν είναι καθόλου άπρεπο, ίσα-ίσα τιμάς τους καλούς μ᾽ αυτόν τον τρόπο — έτσι λεν οι μυαλωμένοι. Λοιπόν, αν ήταν γνωστό από μόνο του στην πόλη το άτομο που για τη γούνα του έχουμε πολλά ράμματα, δεν θ᾽ ανάφερνα έναν άντρα που εκτιμώ. Λοιπόν, δεν βρίσκεται σήμερα στην πόλη μας άνθρωπος που να μην ξέρει τον κιθαριστή Αρίγνωτο, φτάνει να ξεχωρίζει το μαύρο απ᾽ το άσπρο ή τον τενόρο απ᾽ τον μπάσο. [1280] Λοιπόν ο Αρίγνωτος έχει αδερφό με βίο και πολιτεία εντελώς αντίθετη, τον έκφυλο Αριφράδη, που μάλιστα το θέλει κι είναι έκφυλος. Και δεν είναι μόνο έκφυλος, γιατί τότε δεν θα μου έκανε εντύπωση, κι ούτε μόνο τρισέκφυλος, αλλά κοντά στα γνωστά βίτσια ανακάλυψε κι ένα καινούριο: νά, μες στα μπορντέλα βρομίζει τη γλώσσα του γλείφοντας τα υγρά που φέρνουν αναγούλα, και λερώνει τα γένια του και μαλάζει τον γυναικείο πάτο. Βγάζει τραγούδια στο στιλ του Πολύμνηστου και δεν ξεκολλά απ᾽ τον Οιώνιχο. Λοιπόν, όποιος δεν σιχαίνεται ανθρώπους σαν κι αυτόν, ποτέ δεν θα πιει κρασί απ᾽ το ίδιο ποτήρι με μένα.
ΧΟΡ. [1290] Πόσες φορές σ᾽ αγρύπνιες δεν βυθίστηκα
στ᾽ αλήθεια, σ᾽ αναζήτησες και μέριμνες,
ρωτώντας από πού άραγε βρίσκει τόσο εύκολα και τρώει ο Κλεώνυμος. Γιατί λένε ότι μια φορά ετούτος ευφραινόταν με τα καλούδια νοικοκυραίων και δεν έλεγε να βγει απ᾽ την αρτοθήκη. Κι εκείνοι όλο και να τον παρακαλούν: «Έλα, άρχοντά μου, προσπέφτω στα γόνατά σου, βγες έξω. Σπλαχνίσου το τραπέζι μας!»
ΚΟΡ. [1300] Ακούστηκε ότι οι τριήρεις συνεδρίασαν και μια απ᾽ αυτές, η γεροντότερη, πήρε τον λόγο κι είπε: «Κοπέλες μου, μάθατε όσα γίνονται στην πόλη μας; Νά, λένε ότι κάποιος ζήτησε να στείλουν εκατό από μας για εκστρατεία ενάντια στην Καρχηδόνα, ένας απαίσιος πολίτης, ο Υπέρβολος, η ξινίλα». Λοιπόν οι τριήρεις αποφάσισαν ότι ετούτα είναι φοβερά πράματα κι αβάσταχτα και είπε μια τους, που ακόμα δεν ήξερε τί θα πει άντρας: «Απόλλωνα που αποδιώχνεις το κακό, ποτέ δεν θα με κυβερνήσει ετούτος! μα αν το θέλει η μοίρα μου, να με βρουν τα γηρατειά εδώ σαρακοφαγωμένη». Και μια άλλη: «Κι ούτε μά τον θεό εμένα, τη Χρυσάρμενη, του Καραβίτη την κόρη, θα κυβερνήσει, [1310] αν στ᾽ αλήθεια το σκαρί μου το φτιάσανε με πεύκα και σανίδες. Αν όμως αυτό είναι το θέλημα των Αθηναίων, κάνω πρόταση ν᾽ απλώσουμε πανιά και να πάμε να ρίξουμε άγκυρα στο Θησείο ή στον ναό των Ευμενίδων. Δεν θα ξεφτελίσει βέβαια ετούτος την πολιτεία όντας ναύαρχός μας. Αν το τραβά η όρεξή του, ας απλώσει πανιά μόνος του για να πάει στον κόρακα, ρίχνοντας στη θάλασσα τις σκάφες, αυτές όπου έβαζε τα λυχνάρια που πουλούσε».
|