Στο μεταξύ κι εκείνη, βυθισμένη στην ανοιχτή αγκαλιά της θάλασσας,
από τα πελαγίσια βάθη φέρνει τέσσερα δέρματα από φώκιες —
ήσανε και τα τέσσερα μόλις γδαρμένα· γιατί το σκέφτηκε καλά
πώς να γελάσει με δόλο τον πατέρα της.
Εκεί λοιπόν στην αλμυρή αμμουδιά άνοιξε με τα χέρια της
λακκούβες να πλαγιάσουμε, και καθισμένη μας περίμενε.
Αλλά κι εμείς προφτάσαμε και πήγαμε πολύ κοντά της,
440οπότε εκείνη στη σειρά μάς πλάγιασε κι έβαλε πάνω στον καθένα από ένα δέρμα.
Δεν θα μπορούσε να βρεθεί χειρότερο καρτέρι· φριχτά μας τυραννούσε
η καταραμένη οσμή απ᾽ τις θαλάσσιες φώκιες —
γιατί ποιος θα βαστούσε να κουρνιάσει στο πλάι θηρίου πελαγίσιου;
Αλλά μας έσωσε από μόνη της, σοφίστηκε μεγάλο το όφελός μας·
έφερε κι έβαλε κάτω από τα ρουθούνια μας σ᾽ όλους την αμβροσία,
που ευώδιασε τόσο γλυκά κι εξουδετέρωσε τη βρώμα απ᾽ τη δορά του τέρατος.
Έτσι με υπομονή όλο το πρωινό προσμέναμε, ώσπου
κοπάδι πρόβαλαν βγαίνοντας οι φώκιες απ᾽ τη θάλασσα,
που πλάγιασαν να κοιμηθούν με τη σειρά στο ακροθαλάσσι.
450Πάνω στο μεσημέρι φτάνει απ᾽ το πέλαγος κι ο γέροντας,
βρήκε τις φώκιες του καλοθρεμμένες, πηγαινοήλθε σε όλες,
λογάριασε τον αριθμό τους, και πρώτους μέτρησε κι εμάς
με τ᾽ άλλα του θηρία, δίχως να βάλει ο νους του τον στημένο δόλο μας.
Ύστερα πέφτει κι αυτός να κοιμηθεί. Οπότε εμείς κραυγάζοντας
πάνω του ορμήξαμε, τυλίξαμε γερά τα χέρια μας
στο σώμα του. Αλλά κι ο γέροντας καθόλου δεν λησμόνησε
τη δολερή του τέχνη:
έγινε λιοντάρι πρώτα με περήφανο το γένι του, φίδι μετά
και λεοπάρδαλη και μέγας κάπρος· έγινε τέλος και νερό
που τρέχει, δέντρο με φύλλωμα αψηλό —
κι ωστόσο εμείς με υπομονή τον συγκρατούσαμε γερά.
460Όταν αργά βαρέθηκε τις δόλιες αλλαγές του,
τότε γυρίζοντας ο γέροντας μου μίλησε ρωτώντας:
«Άραγε ποιος θεός, του Ατρέα γιε, συνταίριαξε μαζί σου
τις βουλές του, με το στανιό να με συλλάβεις, στήνοντας
καρτέρι; Τι τόσο σ᾽ αναγκάζει;»
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αμέσως του αποκρίθηκα:
«Το ξέρεις, γέροντα, και μόνος σου· γιατί λοιπόν γυρεύεις
με τα λόγια σου να με παραπλανήσεις;
Σ᾽ ένα νησί εμποδίζομαι τόσον καιρό και δεν μπορώ
να βρω σωτήρια λύση — έτσι η καρδιά μου κάθε μέρα λιγοστεύει.
Αλλά ομολόγησέ μου τώρα εσύ, αφού οι θεοί τα ξέρουν όλα·
σαν ποιος θεός μ᾽ έχει δεμένο, ποιος έφραξε τον δρόμο μου·
470πες και τον νόστο μου, πώς θα περάσω το ψαρίσιο πέλαγος.»
Στα λόγια μου εκείνος μιλώντας αποκρίθηκε:
«Όφειλες στον Δία πρώτα και στους άλλους αθανάτους
σφάγια ιερά κι ωραία να προσφέρεις, προτού ανεβείς
και το καράβι σου σε ταξιδέψει γρήγορα στην πατρίδα,
το πέλαγος περνώντας με το μπλάβο χρώμα του κρασιού.
Γιατί της μοίρας σου δεν είναι να δεις δικούς, να φτάσεις
στο καλοχτισμένο σπιτικό σου, να πιάσεις χώμα πατρικό,
αν δεν περάσεις πάλι τα νερά του Αιγύπτου, του ποταμού
που κατεβαίνει από τον ουρανό ψηλά· αν δεν προσφέρεις
εκατόμβες, θυσία μεγάλη, στους αθάνατους
όσοι κατέχουν τον πλατύ ουρανό.
480Τότε οι θεοί θα δώσουν και θ᾽ ανοίξουν τον δρόμο σου που λαχταράς.»
Έτσι μιλώντας, μέσα μου κλονίστηκε η καρδιά μου,
που με παρακινούσε, περνώντας πάλι τις ομίχλες του πελάγους,
στην Αίγυπτο να φτάσω — δρόμος μακρύς και τόσο δύσκολος.
Και μολοντούτο πήρα ξανά τον λόγο και του μίλησα:
«Αυτά θα γίνουν, γέροντα, όπως τα λες και τα προστάζεις.
Μα τώρα πες μου κάτι ακόμη, ομολογώντας την αλήθεια·
γύρισαν ίσως σώοι κι άβλαβοι με τα καράβια τους οι Αχαιοί, όσοι
στην Τροία ξέμειναν, όταν ο Νέστορας κι εγώ κινούσαμε;
ή μήπως κάποιος χάθηκε μ᾽ ένα χαμό αφρόντιστο πάνω στο πλοίο του
ή και στα χέρια των δικών του, μετά τον πόλεμο
490που τον κατόρθωσε;»
|