ΑΓΓ. Στην άκρη του γιαλού σα φτάσαμε, όπου
του Ορέστη είχε κρυφά το πλοίο αράξει,
σ᾽ εμάς, που συνοδούς μάς είχες στείλει
1330για να κρατούμε τα δεσμά των ξένων,
τ᾽ Αγαμέμνονα η κόρη νόημα κάνει
πιο πέρα να σταθούμε, γιατί τάχα
θ᾽ άναβε φλόγα μυστικής θυσίας
για τον εξαγνισμό που ᾽χε στο νου της.
Και πίσω απ᾽ τους δυο ξένους, τα δεσμά τους
κρατώντας η ίδια, βάδιζε. Ύποπτο ήταν,
δεν είπαν όμως όχι οι άνθρωποί σου.
Για να θαρρούμε εμείς πως κάτι κάνει,
βγάζει τρανή φωνή, σαν πέρασε ώρα,
κι αλλόκοτα αρχινάει να τραγουδάει
ξόρκια, πως τάχα ξέπλενε το φόνο.
Ώρα πολλή προσμέναμε, και τότε
1340μια ιδέα μάς μπήκε: μη λυθούν οι ξένοι,
σκοτώσουν την ιέρεια και το σκάσουν.
Μα σιωπηλοί καθόμαστε, απ᾽ το φόβο
μη δούμε όσα δεν πρέπει· τέλος όλοι
κρίναμε για σωστό ως εκεί να πάμε
που βρίσκονταν, κι ας το ᾽χε απαγορέψει.
Καράβι ελληνικό θωρούμε τότε
μ᾽ έτοιμα, σα φτερούγες, τα κουπιά του,
που τα κρατούσαν στους σκαρμούς πενήντα
ναύτες, και τους δυο νέους να στέκονται έξω,
στην πρύμη αντίκρυ, ελεύθεροι, λυμένοι.
1350Την πλώρη συγκρατούσαν με κοντάρια,
την άγκυρα άλλοι δέναν στα καπόνια,
μια σκάλα άλλοι κρατώντας την πηγαίναν
στην πρύμη και γοργά την κατεβάζαν
μες στο νερό, για ν᾽ ανεβούν οι ξένοι.
Εμείς, χωρίς ανασκοπή, όταν τέτοια
είδαμε απάτη, πιάσαμε την ξένη
και τις πρυμάτσες, και τραβούσαμε έξω
απ᾽ της όμορφης πρύμης τους χαλκάδες
το τιμόνι. Κι αρχίνησαν τα λόγια:
«Με ποιό δικαίωμα κλέβετε απ᾽ τη χώρα
και φορτώνετε αγάλματα και ιέρειες;
Ποιός είσαι, τίνος είσ᾽ εσύ, και τούτη
1360λαθραία την παίρνεις πέρα;» Κι είπε εκείνος:
«Ο Ορέστης, ο αδερφός της, για να ξέρεις,
τ᾽ Αγαμέμνονα ο γιος, την αδερφή μου,
που χάσαμε απ᾽ το σπίτι, παίρνω πίσω.»
Μα εμείς γερά κρατούσαμε την ξένη,
την πιέζαμε να ᾽ρθει μ᾽ εμάς σ᾽ εσένα·
και τότε νά γερές χτυπιές στα μούτρα·
γιατί ούτ᾽ αυτοί κρατούσανε μαχαίρι
ούτε κι εμείς· γροθιές μονάχα πέφταν
και κλοτσιές· μας τις τίναζαν κι οι δυο τους
1370στα πλευρά, στο συκώτι· δεν αργήσαν
να παραλύσουν έτσι τα κορμιά μας.
Μ᾽ άσκημες μελανιές σημαδεμένοι
φεύγαμε στους γκρεμούς, με ματωμένα
άλλοι κεφάλια κι άλλοι μάτια· πάνω
στα υψώματα σταθήκαμε, κι εκείθε,
με πιότερη προφύλαξη, τη μάχη
κρατούσαμε και πέτρες ρίχναμε· όμως
στην πρύμη απάνω στάθηκαν τοξότες
και με σαϊτιές μάς έσπρωξαν πιο πέρα.
|