ΚΟΡ. Σε συμπονώ για το κακό που σε ήβρε·
να μη σου λάχαινε, αχ, μια τέτοια τύχη.
Αναταραχή από το πλησίασμα του Αχιλλέα, που έρχεται βιαστικός με ανθρώπους του οπλισμένους.
ΙΦΙ. Μάνα, μάνα μου, ένα πλήθος άντρες βλέπω εδώ κοντά.
ΚΛΥ. Και της θεάς ο γιος μαζί ᾽ναι, που γι᾽ αυτόν ήρθες εδώ.
1340ΙΦΙ. Δούλοι, ανοίξτε μου την πόρτα, νά ᾽μπω μέσα να κρυφτώ.
ΚΛΥ. Γιατί φεύγεις; ΙΦΙ. Τον Πηλείδη, μάνα, ντρέπομαι να δω.
ΚΛΥ. Και γιατί; ΙΦΙ. Ο ναυαγισμένος γάμος φέρνει μου ντροπή.
ΚΛΥ. Έτσι όπως τα πράγματα ήρθαν, τη λεπτότητα άσ᾽ τη πια.
Μείνε· αν είναι νά ᾽βγει ωφέλεια, η αξιοπρέπεια περιττή.
ΑΧΙ. Δύστυχη, της Λήδας κόρη,… ΚΛΥ. Δύστυχη· σωστά το λες.
ΑΧΙ. στο στρατό μια χλαλοή ᾽ναι… ΚΛΥ. Πες μου· τί είδους χλαλοή;
ΑΧΙ. Για την κόρη σου… ΚΛΥ. Είν᾽ ο λόγος που είπες κακοσήμαδος.
ΑΧΙ. Να τη σφάξουν λένε. ΚΛΥ. Ούτ᾽ ένας δεν αντιμιλεί σ᾽ αυτό;
ΑΧΙ. Μ᾽ έζωσε κι εμέ μια αντάρα,… ΚΛΥ. Σαν ποιά, ξένε; ΑΧΙ. στις πετριές
1350να με βάλουν. ΚΛΥ. Που της κόρης βγήκες υπερασπιστής;
ΑΧΙ. Ναι, γι᾽ αυτό. ΚΛΥ. Ποιός θα τολμήσει να σου γγίξει το κορμί;
ΑΧΙ. Όλοι οι Έλληνες. ΚΛΥ. Και πού ήταν τότε οι Μυρμιδόνες σου;
ΑΧΙ. Πρώτοι αυτοί στην όχτρητα ήταν. ΚΛΥ. Κόρη μου, χαθήκαμε.
ΑΧΙ. Δούλο μ᾽ έκραζαν του γάμου. ΚΛΥ. Τί τους αποκρίθηκες;
ΑΧΙ. Να μη σφάζουν την κοπέλα που θα πάρω εγώ… ΚΛΥ. Σωστά.
ΑΧΙ. και που μου ᾽ταξε ο γονιός της· ΚΛΥ. κι είπε απ᾽ τ᾽ Άργος νά ᾽ρθει εδώ.
ΑΧΙ. μα οι φωνές τους με σκεπάζαν. ΚΛΥ. Ο όχλος φοβερό κακό.
ΑΧΙ. Μα θα σε βοηθήσω. ΚΛΥ. Μόνος, θα τα βάλεις με πολλούς;
ΑΧΙ. Βλέπεις τούτους, με όπλα; ΚΛΥ. Ω να ᾽χεις για τη γνώμη σου καλό.
1360ΑΧΙ. Καλό θα ᾽χω. ΚΛΥ. Δε θα σφάξουν την κορούλα μου λοιπόν;
ΑΧΙ. Όχι θέλοντάς μου. ΚΛΥ. Θά ᾽ρθουν να την πάρουν από δω;
ΑΧΙ. Ο Οδυσσέας με πλήθος άλλους. ΚΛΥ. Ποιός; ο Σισυφόσπορος;
ΑΧΙ. Ναι. ΚΛΥ. Αυτοθέλητα ή βαλμένος απ᾽ τους άλλους; ΑΧΙ. Το ᾽θελε
και τον διάλεξαν. ΚΛΥ. Να κάμει φόνο απαίσιο· τί εκλογή!
ΑΧΙ. Μα θα τον μποδίσω. ΚΛΥ. Δώθε θα την πάρει στανικά;
ΑΧΙ. Τα ξανθά μαλλιά θα πιάσει… ΚΛΥ. Τότε τί να κάνω εγώ;
ΑΧΙ. Κράτα τη σφιχτά. ΚΛΥ. Ω, αν είναι δα απ᾽ αυτό, δε σφάζεται.
ΑΧΙ. Μα τα πράγματα αυτού πάνε. ΙΦΙ. Μάνα, ακούστε τί θα πω:
βλέπω κι άδικα θυμώνεις με τον άντρα σου· εύκολο
1370να επιμένουμε δεν είναι σ᾽ ένα πράγμ᾽ αδύνατο.
Δίκιο είναι να ευγνωμονούμε ξένον τόσο ευγενικό,
μα έχεις χρέος να τον φυλάξεις απ᾽ το μίσος του στρατού,
συμφορά μην πάθει δίχως να κερδίσουμε κι εμείς.
Άκου μάνα μου, ποιά ιδέα μού ήρθε ως το σκεφτόμουνα·
να πεθάνω απόφαση είναι· θέλω κάθε ταπεινή
σκέψη αφήνοντας, με δόξα να το κάμω η ίδια αυτό.
Κοίταξε κι εσύ, μητέρα, πως μιλώ σωστά· σ᾽ εμέ
η μεγάλη Ελλάδα ρίχνει τις ματιές της· από με
κρέμονται και πλοίων ταξίδι και Φρυγών καταστροφή·
1380από με, το να μποδίζουν νέες βαρβάρων δοκιμές
για αρπαγή απ᾽ την πλούσια Ελλάδα γυναικών εδώ κι εμπρός,
της Ελένης, που έχει ο Πάρης κλέψει, αν πλερωθεί ο χαμός.
Τέτοια ο θάνατός μου φέρνει σωτηρία, κι αθάνατη
φήμη θα έχω· την Ελλάδα εγώ τη λύτρωσα θα λεν.
Και φιλόζωη τόσο να είμαι δεν ταιριάζει· μ᾽ έκαμες
για καλό όλων των Ελλήνων κι όχι μοναχά για σε.
Μύριοι ασπιδοφόροι, μύριοι λαμνοκόποι, βλέποντας
την πατρίδα αδικημένη, θα χτυπήσουν τολμηρά
τους εχθρούς, για της Ελλάδας θα πεθάνουν την τιμή,
1390κι όλ᾽ αυτά θα τα μποδίσει μια ζωή, η δική μου; Πού
το σωστό; Πώς θα μπορούσα να τους φέρω αντίρρηση;
Κι άλλο ακόμα· ο ξένος με όλους τους Αργείους σε πόλεμο
νά ᾽μπει και για μια γυναίκα να πεθάνει είν᾽ άδικο.
Πιο ακριβή η ζωή ενός άντρα κι από μύριων γυναικών.
Κι η Άρτεμη να πάρει αν θέλει το κορμί μου, μπόδιο εγώ,
η θνητή, στη θεά θα γίνω; πώς μπορεί να γίνει αυτό;
Το κορμί μου στην Ελλάδα δίνω· μπρος, θυσιάστε με,
πάρτε το Ίλιο. Αυτά για χρόνια θα ᾽ναι θυμητάρια μου,
γάμος και παιδιά και δόξα. Το σωστό, να κυβερνούν
1400Έλληνες βαρβάρους, κι όχι βάρβαροι τους Έλληνες·
γιατί οι βάρβαροι είναι δούλοι, κι οι Έλληνες ελεύθεροι.
|