Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἑκάβη (1240-1295)


1240ΑΓ. ἀχθεινὰ μέν μοι τἀλλότρια κρίνειν κακά,
ὅμως δ᾽ ἀνάγκη· καὶ γὰρ αἰσχύνην φέρει
πρᾶγμ᾽ ἐς χέρας λαβόντ᾽ ἀπώσασθαι τόδε.
ἐμοὶ δ᾽, ἵν᾽ εἰδῇς, οὔτ᾽ ἐμὴν δοκεῖς χάριν
οὔτ᾽ οὖν Ἀχαιῶν ἄνδρ᾽ ἀποκτεῖναι ξένον,
1245ἀλλ᾽ ὡς ἔχῃς τὸν χρυσὸν ἐν δόμοισι σοῖς.
λέγεις δὲ σαυτῷ πρόσφορ᾽ ἐν κακοῖσιν ὤν.
τάχ᾽ οὖν παρ᾽ ὑμῖν ῥᾴδιον ξενοκτονεῖν·
ἡμῖν δέ γ᾽ αἰσχρὸν τοῖσιν Ἕλλησιν τόδε.
πῶς οὖν σε κρίνας μὴ ἀδικεῖν φύγω ψόγον;
1250οὐκ ἂν δυναίμην. ἀλλ᾽ ἐπεὶ τὰ μὴ καλὰ
πράσσειν ἐτόλμας, τλῆθι καὶ τὰ μὴ φίλα.
ΠΟ. οἴμοι, γυναικός, ὡς ἔοιχ᾽, ἡσσώμενος
δούλης ὑφέξω τοῖς κακίοσιν δίκην.
ΕΚ. οὔκουν δικαίως, εἴπερ εἰργάσω κακά;
1255ΠΟ. οἴμοι τέκνων τῶνδ᾽ ὀμμάτων τ᾽ ἐμῶν, τάλας.
ΕΚ. ἀλγεῖς; τί δὴ ᾽μέ; παιδὸς οὐκ ἀλγεῖν δοκεῖς;
ΠΟ. χαίρεις ὑβρίζουσ᾽ εἰς ἔμ᾽, ὦ πανοῦργε σύ.
ΕΚ. οὐ γάρ με χαίρειν χρή σε τιμωρουμένην;
ΠΟ. ἀλλ᾽ οὐ τάχ᾽, ἡνίκ᾽ ἄν σε ποντία νοτίς ...
1260ΕΚ. μῶν ναυστολήσῃ γῆς ὅρους Ἑλληνίδος;
ΠΟ. κρύψῃ μὲν οὖν πεσοῦσαν ἐκ καρχησίων.
ΕΚ. πρὸς τοῦ βιαίων τυγχάνουσαν ἁλμάτων;
ΠΟ. αὐτὴ πρὸς ἱστὸν ναὸς ἀμβήσῃ ποδί.
ΕΚ. ὑποπτέροις νώτοισιν ἢ ποίῳ τρόπῳ;
1265ΠΟ. κύων γενήσῃ πύρσ᾽ ἔχουσα δέργματα.
ΕΚ. πῶς δ᾽ οἶσθα μορφῆς τῆς ἐμῆς μετάστασιν;
ΠΟ. ὁ Θρῃξὶ μάντις εἶπε Διόνυσος τάδε.
ΕΚ. σοὶ δ᾽ οὐκ ἔχρησεν οὐδὲν ὧν ἔχεις κακῶν;
ΠΟ. οὐ γάρ ποτ᾽ ἂν σύ μ᾽ εἷλες ὧδε σὺν δόλῳ.
1270ΕΚ. θανοῦσα δ᾽ ἢ ζῶσ᾽ ἐνθάδ᾽ ἐκπλήσω βιον;
ΠΟ. θανοῦσα· τύμβῳ δ᾽ ὄνομα σῷ κεκλήσεται ...
ΕΚ. μορφῆς ἐπῳδόν, ἢ τί,τῆς ἐμῆς ἐρεῖς;
ΠΟ. κυνὸς ταλαίνης σῆμα, ναυτίλοις τέκμαρ.
ΕΚ. οὐδὲν μέλει μοι σοῦ γέ μοι δόντος δίκην.
1275ΠΟ. καὶ σήν γ᾽ ἀνάγκη παῖδα Κασάνδραν θανεῖν.
ΕΚ. ἀπέπτυσ᾽· αὐτῷ ταῦτα σοὶ δίδωμ᾽ ἔχειν.
ΠΟ. κτενεῖ νιν ἡ τοῦδ᾽ ἄλοχος, οἰκουρὸς πικρά.
ΕΚ. μήπω μανείη Τυνδαρὶς τοσόνδε παῖς.
ΠΟ. καὐτόν γε τοῦτον, πέλεκυν ἐξάρασ᾽ ἄνω.
1280ΑΓ. οὗτος σύ, μαίνῃ καὶ κακῶν ἐρᾷς τυχεῖν;
ΠΟ. κτεῖν᾽, ὡς ἐν Ἄργει φόνια λουτρά σ᾽ ἀμμένει.
ΑΓ. οὐχ ἕλξετ᾽ αὐτόν, δμῶες, ἐκποδὼν βίᾳ;
ΠΟ. ἀλγεῖς ἀκούων; ΑΓ. οὐκ ἐφέξετε στόμα;
ΠΟ. ἐγκλῄετ᾽· εἴρηται γάρ. ΑΓ. οὐχ ὅσον τάχος
1285νήσων ἐρήμων αὐτὸν ἐκβαλεῖτέ που,
ἐπείπερ οὕτω καὶ λίαν θρασυστομεῖ;
Ἑκάβη, σὺ δ᾽, ὦ τάλαινα, διπτύχους νεκροὺς
στείχουσα θάπτε· δεσποτῶν δ᾽ ὑμᾶς χρεὼν
σκηναῖς πελάζειν, Τρῳάδες· καὶ γὰρ πνοὰς
1290πρὸς οἶκον ἤδη τάσδε πομπίμους ὁρῶ.
εὖ δ᾽ ἐς πάτραν πλεύσαιμεν, εὖ δὲ τἀν δόμοις
ἔχοντ᾽ ἴδοιμεν τῶνδ᾽ ἀφειμένοι πόνων.

ΧΟ. ἴτε πρὸς λιμένας σκηνάς τε, φίλαι,
τῶν δεσποσύνων πειρασόμεναι
1295μόχθων· στερρὰ γὰρ ἀνάγκη.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Είναι βαρύ για μένα
1240κριτής να γίνομαι στις αδικίες των άλλων.
Μα πρέπει. Θα ᾽τανε ντροπή, μια τέτοια υπόθεση,
που την πήρα στα χέρια μου, να την παρατήσω.
Μάθε, λοιπόν, ποιά είναι η δική μου γνώμη.
Ούτε για το δικό μου το χατίρι
ούτε για χάρη των Ελλήνων σκότωσες τον ξένο,
μα για να ωφεληθείς απ᾽ το χρυσάφι.
Μέσα στη συμφορά σου, λες ό,τι σου συμφέρει.
Εύκολα εσείς σκοτώνετε τους ξένους σας.
Όμως για μας τους Έλληνες, μια τέτοια πράξη
είναι ό,τι αισχρότερο. Πώς, λοιπόν, θ᾽ αποφύγω
την κατηγόρια
αν κρίνω πως δεν αδικόπραξες; Δεν το μπορώ.
1250Όμως, αφού την ανομία ετόλμησες,
υπόμενε κι αυτά που δεν σ᾽ αρέσουν.
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Αλίμονό μου, καθώς φαίνεται, θα τα πληρώσω
σε παρακατιανούς,
νικημένος από γυναίκα σκλάβα.
ΕΚΑΒΗ
Δίκιο δεν είναι να πληρώσεις,
αφού κριμάτισες;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Οϊμένα,
τα παιδιά μου, τα μάτια μου ο δύσμοιρος.
ΕΚΑΒΗ
Πονείς; Εγώ για το παιδί μου δεν πονώ;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Χαίρεσαι που έτσι με κατάντησες, κακούργα.
ΕΚΑΒΗ
Πώς να μη χαίρομαι που σ᾽ εκδικιέμαι;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Γρήγορα
η χαρά σου θα κοπεί όταν το κύμα…
ΕΚΑΒΗ
1260Θα με πάει στης Ελλάδας τ᾽ ακρογιάλια;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Δεν λες καλύτερα πως θα σε καταπιεί
πεσμένη απ᾽ τα κατάρτια;
ΕΚΑΒΗ
Και ποιός θα μ᾽ αναγκάσει να πηδήσω;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Στο κατάρτι μοναχή σου θ᾽ ανέβεις.
ΕΚΑΒΗ
Μήπως φτερά στις πλάτες μου θα βγάλω,
ή πώς αλλιώς;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Σκύλα θα γίνεις με φλογισμένα μάτια.
ΕΚΑΒΗ
Και πώς την ξέρεις εσύ τη μεταμόρφωσή μου;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Μου το ᾽πε ο μάντης των Θρακών Διόνυσος.
ΕΚΑΒΗ
Κι από τις συμφορές σου δεν προφήτεψε καμιά;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Αν τις προφήτευε, με δόλο δεν θα μ᾽ είχες πιάσει.
ΕΚΑΒΗ
1270Γιά πες μου, ζωντανή ή νεκρή θα χάσω τη μορφή μου;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Νεκρή, κι απ᾽ τ᾽ όνομά σου ο τάφος σου θα πάρει…
ΕΚΑΒΗ
Θέλεις να πεις, απ᾽ τη μορφή μου, κάποιο παρανόμι.
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
«Μνήμα της Σκύλας» θα τον πουν και θα ᾽ναι
σημάδι για τους ναυτικούς.
ΕΚΑΒΗ
Δεν με σκοτίζουν
όσα μου αράδιασες. Μου φτάνει
που σ᾽ εκδικήθηκα.
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Όμως, κι η Κασάνδρα,
η κόρη σου, γραφτό της είναι να πεθάνει.
ΕΚΑΒΗ
Φτου σου, που να ᾽χεις την κατάρα μου.
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ (Δείχνει τον Αγαμέμνονα.)
Θα τη σκοτώσει η κυρά του, σκληρή αφέντρα.
ΕΚΑΒΗ
Είθε τέτοια μανία να μην την πιάσει
του Τυνδάρου την κόρη.
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Μα και τούτον
με το τσεκούρι θα τον αφανίσει.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
1280Μήπως σου ᾽στριψε και ζητάς τον μπελά σου;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Σκότωσέ με. Λουτρό ματωμένο
σε περιμένει στο Άργος.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ (Στους ακολούθους του.)
Δεν θα τον πάρετε από δω με τις κλοτσιές;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Πονάς ακούγοντάς με;
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Κλείστε του το στόμα.
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Κλείστε το. Εκείνα που ήθελα να πω
τα ᾽χω πει.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Όσο πιο γρήγορα μπορείτε
πετάξτε τον σε κανένα ερημονήσι
αφού το στόμα του δεν λέει να σταματήσει.
Κι εσύ, φτωχιά μου Εκάβη, πήγαινε να θάψεις
τους δυο νεκρούς σου.
Εσείς, Τρωαδίτισσες,
τραβάτε στις σκηνές των αφεντάδων σας.
1290Πρίμος αγέρας βλέπω να σηκώνεται,
που θα μας φέρει καλοτάξιδους
στην πατρίδα. Μακάρι
τώρα πια που απ᾽ τους κόπους γλιτώσαμε,
όλα καλά να τα βρούμε στα σπίτια μας.
ΧΟΡΟΣ
Για τα λιμάνια, καλές μου, και για τις σκηνές
προχωράτε· τις πίκρες
που η σκλαβιά μάς φυλάει, να γευτείτε.
Το κεφάλι να σκύψετε
στο σκληρό ριζικό.