Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (1169-1217)


ΦΙ. πάλιν πάλιν παλαιὸν ἄλ-
1170γημ᾽ ὑπέμνασας, ὦ
λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων.
τί μ᾽ ὤλεσας; τί μ᾽ εἴργασαι;
ΧΟ. τί τοῦτ᾽ ἔλεξας;
ΦΙ. εἰ σὺ τὰν ἐμοὶ
1175στυγερὰν Τρῳάδα γᾶν μ᾽ ἤλπισας ἄξειν.
ΧΟ. τόδε γὰρ νοῶ κράτιστον.
ΦΙ. ἀπό νύν με λείπετ᾽ ἤδη.
ΧΟ. φίλα μοι, φίλα ταῦτα παρήγγει-
λας ἑκόντι τε πράσσειν.
ἴωμεν ἴωμεν
1180ναὸς ἵν᾽ ἡμῖν τέτακται.
ΦΙ. μή, πρὸς ἀραίου Διός, ἔλ-
θῃς, ἱκετεύω. ΧΟ. μετρίαζ᾽. ΦΙ. ὦ ξένοι,
1185μείνατε, πρὸς θεῶν. ΧΟ. τί θροεῖς;
ΦΙ. αἰαῖ αἰαῖ,
δαίμων δαίμων· ἀπόλωλ᾽ ὁ τάλας·
ὦ ποὺς πούς, τί σ᾽ ἔτ᾽ ἐν βίῳ
τεύξω τῷ μετόπιν τάλας;
1190ὦ ξένοι, ἔλθετ᾽ ἐπήλυδες αὖθις.
ΧΟ. τί ῥέξοντες ἀλλοκότῳ
γνώμᾳ τῶν πάρος ὧν προφαίνεις;
ΦΙ. οὔτοι νεμεσητὸν
ἀλύοντα χειμερίῳ
1195λύπᾳ καὶ παρὰ νοῦν θροεῖν.
ΧΟ. βᾶθί νυν, ὦ τάλαν, ὥς σε κελεύομεν.
ΦΙ. οὐδέποτ᾽ οὐδέποτ᾽, ἴσθι τόδ᾽ ἔμπεδον,
οὐδ᾽ εἰ πυρφόρος ἀστεροπητὴς
βροντᾶς αὐγαῖς μ᾽ εἶσι φλογίζων.
1200ἐρρέτω Ἴλιον, οἵ θ᾽ ὑπ᾽ ἐκείνῳ
πάντες ὅσοι τόδ᾽ ἔτλασαν ἐμοῦ ποδὸς
ἄρθρον ἀπῶσαι. ἀλλ᾽,
ὦ ξένοι, ἕν γέ μοι εὖχος ὀρέξατε.
ΧΟ. ποῖον ἐρεῖς τόδ᾽ ἔπος; ΦΙ. ξίφος, εἴ ποθεν,
1205ἢ γένυν, ἢ βελέων τι, προπέμψατε.
ΧΟ. ὡς τίνα ‹δὴ› ῥέξῃς παλάμαν ποτέ;
ΦΙ. κρᾶτα καὶ ἄρθρ᾽ ἀπὸ πάντα τέμω χερί·
φονᾷ φονᾷ νόος ἤδη.
1210ΧΟ. τί ποτε; ΦΙ. πατέρα ματεύων.
ΧΟ. ποῖ γᾶς; ΦΙ. ἐς Ἅιδου.
οὐ γὰρ ἐν φάει γ᾽ ἔτι.
ὦ πόλις ὦ πόλις πατρία,
πῶς ἂν εἰσίδοιμί σ᾽ ἄθλιός γ᾽ ἀνήρ,
1215ὅς γε σὰν λιπὼν ἱερὰν λιβάδ᾽,
ἐχθροῖς ἔβαν Δαναοῖς
ἀρωγός· ἔτ᾽ οὐδέν εἰμι.


ΦΙΛ. Πάλι, πάλι την παλιά
1170μ᾽ άγγιξες πληγή·
εσύ που ᾽σαι ο πιο καλός
μέσα σ᾽ όσους μού ηρθαν πριν,
πώς με σκότωσες; γιατί
τέτοιο μου ᾽καμες κακό;
ΧΟΡ. Για ποιό λες; ΦΙΛ. Που με το νου σου
το έλπισες εσύ
πως θα μ᾽ έπαιρνες μαζί σου στην Τρωάδα
την τρισμισητή.
ΧΟΡ. Μα γιατί το πιο καλό σου είν᾽ αυτό θαρρώ.
ΦΙΛ. Λείπετέ με κι έλα φεύγετ᾽ απ᾽ εδώ.
ΧΟΡ. Άλλο που και ᾽γώ δε θέλω και μετά χαράς
υπακούω στην προσταγή·
πάμ᾽ ελάτε στο καράβι
1180για τη θέση του ο καθείς.
ΦΙΛ. Μη, στο Δία σε ξορκίζω,
μη μου φεύγεις, μη.
ΧΟΡ. Βάλε στην παραφορά σου
μέτρο κι είναι περιττή.
ΦΙΛ. Ξένοι, μείνετε, να ζείτε!
ΧΟΡ. Τί φωνάζεις; ΦΙΛ. Αχ αλί μου,
μοίρα, ω μοίρα μου σκληρή·
ω πόδι, ω πόδι και τί θα σε κάμω
όσον καιρό μού λείπεται να ζήσω;
1190Ελάτε, ξένοι, ελάτε πίσω.
ΧΟΡ. Και τί θα βγει, αν αλλάξομε
γνώμη και ᾽ρθούμε;
Τί άλλο από ό,τι θέλησες και πριν
να καρτερούμε;
ΦΙΛ. Δεν πρέπει να μου ρίζεται κανείς ,
αν μες στη χειμωνιάτικη
σου παραδέρνω αντάρα
λέω άλλα των αλλώ.
ΧΟΡ. Έλα λοιπόν, ταλαίπωρε,
και κάμε όπως σου λέω εγώ.
ΦΙΛ. Ποτέ, ποτέ! και μια για πάντα μάθε το
απ᾽ την απόφασή μου εγώ δε βγαίνω
κι αν όλους του τους κεραυνούς
μου ρίξει από τους ουρανούς
και με θρακώσει ο Αστροπελεκητής.
Ας πάει το Ίλιο να χαθεί
1200μ᾽ αυτούς που γύρω το ᾽χουνε ζωσμένο,
μ᾽ όλους αυτούς που βάσταξε η καρδιά τους
να με παραπετάξουνε
για το ποδάρι μου το πληγιασμένο.
Μα, ω ξένοι, ένα μονάχα σας ζητώ·
μη μου αρνηθείτε καν αυτό.
ΧΟΡ. Τί θες να πεις; ΦΙΛ. Ένα μαχαίρι
ένα πελέκι, ένα όποιο σίδερο
σας βρίσκεται, βαλέτε μου στο χέρι.
ΧΟΡ. Και για να κάμεις τί μ᾽ αυτό;
ΦΙΛ. Να κόψω, να χωρίσω κεφαλή
κι όλα τα μέλη απ᾽ το κορμί·
γιατί αίμα, γιατί θάνατο διψώ.
ΧΟΡ. Και για ποιό λόγο; ΦΙΛ. Τον πατέρα μου
1210θέλω να πάω να βρω. ΧΟΡ. Και πού;
ΦΙΛ. Κάτω στον Άδη· πού αλλού;
Γιατί πια στη ζωή δεν είναι.
Πατρίδα μου, ω πατρίδα μου,
ω χώρα τω γονιώ μου,
και με τί μάτια ο άθλιος θενα σ᾽ έβλεπα,
που πήγα τ᾽ αγιασμένα σου νερά
να παρατήσω
κι αφήνοντάς σε, τους εχθρούς μου Δαναούς
ξεκίνησα να βοηθήσω;
Αχ τίποτα δεν είμαι πια!