ΚΡΕ. Γέρο, σ᾽ ετούτο το κορμί, όλοι σας, σαν τοξότες,
ρίχνετε τις σαγίτες σας, και δεν θενα γλιτώσω
κι ούτε κι από τη μαντική· μ᾽ από καιρό, το ξέρω,
με πούλησαν, με πρόδωσαν εμένα οι συγγενείς μου.
Κερδίζετε, μην ντρέπεστε, σα θέλετε αποχτάτε
τον ήλεχτρο τον Σαρδικό και το Ινδικό χρυσάφι·
όμως δεν θα τον κρύψετε εκείνονα σε τάφο,
1040ούτ᾽ αν του Δία οι αετοί θελήσουν να τον πιάσουν
και για τροφή τους να τον παν στον θρόνο του Κρονίδη,
ούτ᾽ έτσι δεν θα φοβηθώ μια τέτοιαν αμαρτία,
κι αυτόν δεν θα τον θάψετε! Γιατί καλά το ξέρω,
πως άνθρωπος δεν ημπορεί τους θεούς για να μολύνει.
Κι οι πιο επιτήδειοι απ᾽ τους θνητούς, ω γερο-Τειρεσία,
κάνουνε πέσιμο κακόν, όταν ξέρουν και λένε
λόγια που φέρνουνε ντροπή, μόνο για να κερδίσουν.
ΤΕΙ. Αλίμονο! Ποιός απ᾽ τους θνητούς άραγε να το ξέρει,
άραγε να φαντάζεται— ΚΡΕ. Τί μας αρχίζεις πάλι;
1050ΤΕΙ. πόσο από τ᾽ άλλα τ᾽ αγαθά πρωτεύει η φρονιμάδα;
ΚΡΕ. Όσο, νομίζω, απ᾽ τα κακά το να μην έχεις γνώση.
ΤΕΙ. Κι όμως εσύ γεννήθηκες με τέτοια μιαν αρρώστια!
ΚΡΕ. (Δαγκάνει τα χείλια του)
Μα με βρισιές στον μάντη εγώ δεν θέλω ν᾽ απαντήσω.
ΤΕΙ. Κι όμως με βρίζεις, όταν λες πως ψέματα μαντεύω.
ΚΡΕ. Γιατί τα χρήματα ποθεί των μάντηδων το γένος.
ΤΕΙ. Όμως οι τύραννοι αγαπούν τα ντροπιασμένα κέρδη.
ΚΡΕ. (με θυμό)
Σε βασιλιά το πώς μιλάς, άραγε το θυμάσαι;
ΤΕΙ. Ναι, που σε μένα το χρωστείς αν έσωσες τη Θήβα.
ΚΡΕ. Είσαι σοφός στη μαντική, αλλά δεν είσαι δίκιος.
1060ΤΕΙ. Θα μ᾽ αναγκάσεις να σου πω όσα βαστώ κρυμμένα.
ΚΡΕ. Φανέρωσ᾽ τα — μα μη μιλάς μονάχα για συφέρο.
ΤΕΙ. Ναι! για συφέρο εγώ μιλώ, αλλά για το δικό σου!
ΚΡΕ. Λέγε — μα ξέρε το καλά πως δεν θα με γελάσεις.
|