ΗΡΑ. Αυτός ο άνθρωπος φαίνεται δε θέλει
το χρέος του στον πατέρα του να κάμει
που πεθαίνει· μα των θεών η κατάρα
1240σε περιμένει, αν δεν θα μου υπακούσεις.
ΥΛΛ. Αλίμονο, είσ᾽ έτοιμος, φοβούμαι,
λόγια να πεις που η αρρώστια σου τα φέρνει.
ΗΡΑ. Γιατ᾽ εσύ την ξυπνάς, πού ειχε ησυχάσει.
ΥΛΛ. Ταλαίπωρος εγώ, σε τί μεγάλη
αμηχανία που βρίσκομαι. ΗΡΑ. Γιατί
δεν το νομίζεις δίκιο να υπακούσεις
σε μένα τον πατέρα σου. ΥΛΛ. Μα πρέπει
λοιπόν κι εγώ, πατέρα μου, να μάθω
νά ειμαι ασεβής; ΗΡΑ. Καμιά δέν ειναι ασέβεια
να θες να ευχαριστήσεις την καρδιά μου.
ΥΛΛ. Αυτό λοιπόν, που προστάζεις να κάμω,
είν᾽ ολότελα δίκιο; ΗΡΑ. Βέβαια δίκιο,
και καλώ τους θεούς να μαρτυρήσουν.
ΥΛΛ. Δεν αρνούμαι λοιπόν και θα το κάμω
παίρνοντας τους θεούς για μάρτυρές μου
1250πως δικιά σου είναι η πράξη, κι ούτε θα ᾽χω
φόβο ποτέ να με κατηγορήσουν,
όταν σε σένα υπάκουσα, πατέρα.
ΗΡΑ. Καλά τέλειωσες έτσι· μα έλα, γιε μου,
πάνω σ᾽ αυτό και πρόστεσε τη χάρη,
πρι με πιάσουν ξανά οι σπασμοί και νέος
παροξυσμός, γρήγορα να με βάλεις
απάνω στην πυρά. Εμπρός, βιαστείτε,
σηκώνετέ με· αυτή είναι απ᾽ τα δεινά μου
η ανάπαψη, το στερνό μου το τέλος.
ΥΛΛ. Μα δε μποδίζει τίποτα να γίνουν
όλ᾽ αυτά που ζητάς, αφού, πατέρα,
τόσο αναγκαστικά μού το προστάζεις.
ΗΡΑ. Λοιπόν έλα, και πρι να κινήσει ξανά
1260αυτ᾽ η άγρια η αρρώστια, ω ψυχή μου σκληρή,
σα δυο πέτρες τα χείλη μου σφίξε με αρμόν
ατσαλένιο, που πια να μη βγάλουν φωνή,
κι ήρθ᾽ η ώρα να δεις εσύ με χαρά
το αθέλητο για όλους το τέλος.
ΥΛΛ. Έλα, σύντροφοι, πιάνετε· κι όλη σας
τη συμπάθηση δώστε μου,
στους θεούς όλο τ᾽ άδικο ρίχνοντας
γι᾽ αυτά τώρα που βλέπετε·
που ενώ αυτοί τον γεννήσανε
και πατέρες του λέγουνται,
τέτοια πάθη αδιάφοροι βλέπουν.
1270Τί θα γίνει πιο πέρα δεν ξέρει κανείς,
μα όσο τώρα γι᾽ αυτά, είναι θλίψη για μας
και για κείνους ντροπή
και σκληρότατα απ᾽ όλους γι᾽ αυτόν
που τραβά τα μαρτύρια τούτα.
ΧΟΡ. Και συ, κόρη, μη μένεις στα σπίτια πια εδώ
πού ειδες τέτοιους θανάτους φριχτούς
και μεγάλες πολλές συφορές.
Μα όλα τα ᾽χει ο Δίας έτσι ορίσει.
|