Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Τραχίνιαι (1238-1278)


ΗΡ. ἁνὴρ ὅδ᾽ ὡς ἔοικεν οὐ νεμεῖν ἐμοὶ
φθίνοντι μοῖραν· ἀλλά τοι θεῶν ἀρὰ
1240μενεῖ σ᾽ ἀπιστήσαντα τοῖς ἐμοῖς λόγοις.
ΥΛ. οἴμοι, τάχ᾽, ὡς ἔοικας, ὡς νοσεῖς φράσεις.
ΗΡ. σὺ γάρ μ᾽ ἀπ᾽ εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ.
ΥΛ. δείλαιος, ὡς ἐς πολλὰ τἀπορεῖν ἔχω.
ΗΡ. οὐ γὰρ δικαιοῖς τοῦ φυτεύσαντος κλύειν.
1245ΥΛ. ἀλλ᾽ ἐκδιδαχθῶ δῆτα δυσσεβεῖν, πάτερ;
ΗΡ. οὐ δυσσέβεια, τοὐμὸν εἰ τέρψεις κέαρ.
ΥΛ. πράσσειν ἄνωγας οὖν με πανδίκως τάδε;
ΗΡ. ἔγωγε· τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς.
ΥΛ. τοιγὰρ ποήσω, κοὐκ ἀπώσομαι, τὸ σὸν
1250θεοῖσι δεικνὺς ἔργον. οὐ γὰρ ἄν ποτε
κακὸς φανείην σοί γε πιστεύσας, πάτερ.
ΗΡ. καλῶς τελευτᾷς, κἀπὶ τοῖσδε τὴν χάριν
ταχεῖαν, ὦ παῖ, πρόσθες, ὡς πρὶν ἐμπεσεῖν
σπαραγμὸν ἤ τιν᾽ οἶστρον ἐς πυράν με θῇς.
1255ἄγ᾽ ἐγκονεῖτ᾽, αἴρεσθε. παῦλά τοι κακῶν
αὕτη, τελευτὴ τοῦδε τἀνδρὸς ὑστάτη.
ΥΛ. ἀλλ᾽ οὐδὲν εἴργει σοὶ τελειοῦσθαι τάδε,
ἐπεὶ κελεύεις κἀξαναγκάζεις, πάτερ.

ΗΡ. ἄγε νυν, πρὶν τήνδ᾽ ἀνακινῆσαι
1260νόσον, ὦ ψυχὴ σκληρά, χάλυβος
λιθοκόλλητον στόμιον παρέχουσ᾽,
ἀνάπαυε βοήν, ὡς ἐπίχαρτον
τελέουσ᾽ ἀεκούσιον ἔργον.
ΥΛ. αἴρετ᾽, ὀπαδοί, μεγάλην μὲν ἐμοὶ
1265τούτων θέμενοι συγγνωμοσύνην,
μεγάλην δὲ θεῶν ἀγνωμοσύνην
εἰδότες ἔργων τῶν πρασσομένων,
οἳ φύσαντες καὶ κλῃζόμενοι
πατέρες τοιαῦτ᾽ ἐφορῶσι πάθη.
1270τὰ μὲν οὖν μέλλοντ᾽ οὐδεὶς ἀφορᾷ,
τὰ δὲ νῦν ἑστῶτ᾽ οἰκτρὰ μὲν ἡμῖν,
αἰσχρὰ δ᾽ ἐκείνοις,
χαλεπώτατα δ᾽ οὖν ἀνδρῶν πάντων
τῷ τήνδ᾽ ἄτην ὑπέχοντι.
1275ΧΟ. λείπου μηδὲ σύ, παρθέν᾽, ἐπ᾽ οἴκων,
μεγάλους μὲν ἰδοῦσα νέους θανάτους,
πολλὰ δὲ πήματα ‹καὶ› καινοπαγῆ,
κοὐδὲν τούτων ὅ τι μὴ Ζεύς.


ΗΡΑ. Αυτός ο άνθρωπος φαίνεται δε θέλει
το χρέος του στον πατέρα του να κάμει
που πεθαίνει· μα των θεών η κατάρα
1240σε περιμένει, αν δεν θα μου υπακούσεις.
ΥΛΛ. Αλίμονο, είσ᾽ έτοιμος, φοβούμαι,
λόγια να πεις που η αρρώστια σου τα φέρνει.
ΗΡΑ. Γιατ᾽ εσύ την ξυπνάς, πού ειχε ησυχάσει.
ΥΛΛ. Ταλαίπωρος εγώ, σε τί μεγάλη
αμηχανία που βρίσκομαι. ΗΡΑ. Γιατί
δεν το νομίζεις δίκιο να υπακούσεις
σε μένα τον πατέρα σου. ΥΛΛ. Μα πρέπει
λοιπόν κι εγώ, πατέρα μου, να μάθω
νά ειμαι ασεβής; ΗΡΑ. Καμιά δέν ειναι ασέβεια
να θες να ευχαριστήσεις την καρδιά μου.
ΥΛΛ. Αυτό λοιπόν, που προστάζεις να κάμω,
είν᾽ ολότελα δίκιο; ΗΡΑ. Βέβαια δίκιο,
και καλώ τους θεούς να μαρτυρήσουν.
ΥΛΛ. Δεν αρνούμαι λοιπόν και θα το κάμω
παίρνοντας τους θεούς για μάρτυρές μου
1250πως δικιά σου είναι η πράξη, κι ούτε θα ᾽χω
φόβο ποτέ να με κατηγορήσουν,
όταν σε σένα υπάκουσα, πατέρα.
ΗΡΑ. Καλά τέλειωσες έτσι· μα έλα, γιε μου,
πάνω σ᾽ αυτό και πρόστεσε τη χάρη,
πρι με πιάσουν ξανά οι σπασμοί και νέος
παροξυσμός, γρήγορα να με βάλεις
απάνω στην πυρά. Εμπρός, βιαστείτε,
σηκώνετέ με· αυτή είναι απ᾽ τα δεινά μου
η ανάπαψη, το στερνό μου το τέλος.
ΥΛΛ. Μα δε μποδίζει τίποτα να γίνουν
όλ᾽ αυτά που ζητάς, αφού, πατέρα,
τόσο αναγκαστικά μού το προστάζεις.
ΗΡΑ. Λοιπόν έλα, και πρι να κινήσει ξανά
1260αυτ᾽ η άγρια η αρρώστια, ω ψυχή μου σκληρή,
σα δυο πέτρες τα χείλη μου σφίξε με αρμόν
ατσαλένιο, που πια να μη βγάλουν φωνή,
κι ήρθ᾽ η ώρα να δεις εσύ με χαρά
το αθέλητο για όλους το τέλος.
ΥΛΛ. Έλα, σύντροφοι, πιάνετε· κι όλη σας
τη συμπάθηση δώστε μου,
στους θεούς όλο τ᾽ άδικο ρίχνοντας
γι᾽ αυτά τώρα που βλέπετε·
που ενώ αυτοί τον γεννήσανε
και πατέρες του λέγουνται,
τέτοια πάθη αδιάφοροι βλέπουν.
1270Τί θα γίνει πιο πέρα δεν ξέρει κανείς,
μα όσο τώρα γι᾽ αυτά, είναι θλίψη για μας
και για κείνους ντροπή
και σκληρότατα απ᾽ όλους γι᾽ αυτόν
που τραβά τα μαρτύρια τούτα.
ΧΟΡ. Και συ, κόρη, μη μένεις στα σπίτια πια εδώ
πού ειδες τέτοιους θανάτους φριχτούς
και μεγάλες πολλές συφορές.
Μα όλα τα ᾽χει ο Δίας έτσι ορίσει.