Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (1147-1185)


ΟΙ. ἆ, μὴ κόλαζε, πρέσβυ, τόνδ᾽, ἐπεὶ τὰ σὰ
δεῖται κολαστοῦ μᾶλλον ἢ τὰ τοῦδ᾽ ἔπη.
ΘΕ. τί δ᾽, ὦ φέριστε δεσποτῶν, ἁμαρτάνω;
1150ΟΙ. οὐκ ἐννέπων τὸν παῖδ᾽ ὃν οὗτος ἱστορεῖ.
ΘΕ. λέγει γὰρ εἰδὼς οὐδέν, ἀλλ᾽ ἄλλως πονεῖ.
ΟΙ. σὺ πρὸς χάριν μὲν οὐκ ἐρεῖς, κλαίων δ᾽ ἐρεῖς.
ΘΕ. μὴ δῆτα, πρὸς θεῶν, τὸν γέροντά μ᾽ αἰκίσῃ.
ΟΙ. οὐχ ὡς τάχος τις τοῦδ᾽ ἀποστρέψει χέρας;
1155ΘΕ. δύστηνος, ἀντὶ τοῦ; τί προσχρῄζων μαθεῖν;
ΟΙ. τὸν παῖδ᾽ ἔδωκας τῷδ᾽ ὃν οὗτος ἱστορεῖ;
ΘΕ. ἔδωκ᾽· ὀλέσθαι δ᾽ ὤφελον τῇδ᾽ ἡμέρᾳ.
ΟΙ. ἀλλ᾽ ἐς τόδ᾽ ἥξεις μὴ λέγων γε τοὔνδικον.
ΘΕ. πολλῷ γε μᾶλλον, ἢν φράσω, διόλλυμαι.
1160ΟΙ. ἁνὴρ ὅδ᾽, ὡς ἔοικεν, ἐς τριβὰς ἐλᾷ.
ΘΕ. οὐ δῆτ᾽ ἔγωγ᾽, ἀλλ᾽ εἶπον ὡς δοίην πάλαι.
ΟΙ. πόθεν λαβών; οἰκεῖον, ἢ ᾽ξ ἄλλου τινός;
ΘΕ. ἐμὸν μὲν οὐκ ἔγωγ᾽, ἐδεξάμην δέ του.
ΟΙ. τίνος πολιτῶν τῶνδε κἀκ ποίας στέγης;
1165ΘΕ. μὴ πρὸς θεῶν, μή, δέσποθ᾽, ἱστόρει πλέον.
ΟΙ. ὄλωλας, εἴ σε ταῦτ᾽ ἐρήσομαι πάλιν.
ΘΕ. τῶν Λαΐου τοίνυν τις ἦν γεννημάτων.
ΟΙ. ἦ δοῦλος, ἢ κείνου τις ἐγγενὴς γεγώς;
ΘΕ. οἴμοι, πρὸς αὐτῷ γ᾽ εἰμὶ τῷ δεινῷ λέγειν.
1170ΟΙ. κἄγωγ᾽ ἀκούειν· ἀλλ᾽ ὅμως ἀκουστέον.
ΘΕ. κείνου γέ τοι δὴ παῖς ἐκλῄζεθ᾽· ἡ δ᾽ ἔσω
κάλλιστ᾽ ἂν εἴποι σὴ γυνὴ τάδ᾽ ὡς ἔχει.
ΟΙ. ἦ γὰρ δίδωσιν ἥδε σοι; ΘΕ. μάλιστ᾽, ἄναξ.
ΟΙ. ὡς πρὸς τί χρείας; ΘΕ. ὡς ἀναλώσαιμί νιν.
1175ΟΙ. τεκοῦσα τλήμων; ΘΕ. θεσφάτων γ᾽ ὄκνῳ κακῶν.
ΟΙ. ποίων; ΘΕ. κτενεῖν νιν τοὺς τεκόντας ἦν λόγος.
ΟΙ. πῶς δῆτ᾽ ἀφῆκας τῷ γέροντι τῷδε σύ;
ΘΕ. κατοικτίσας, ὦ δέσποθ᾽, ὡς ἄλλην χθόνα
δοκῶν ἀποίσειν, αὐτὸς ἔνθεν ἦν· ὁ δὲ
1180κάκ᾽ ἐς μέγιστ᾽ ἔσωσεν. εἰ γὰρ οὗτος εἶ
ὅν φησιν οὗτος, ἴσθι δύσποτμος γεγώς.
ΟΙ. ἰοὺ ἰού· τὰ πάντ᾽ ἂν ἐξήκοι σαφῆ.
ὦ φῶς, τελευταῖόν σε προσβλέψαιμι νῦν,
ὅστις πέφασμαι φύς τ᾽ ἀφ᾽ ὧν οὐ χρῆν, ξὺν οἷς τ᾽
1185οὐ χρῆν ὁμιλῶν, οὕς τέ μ᾽ οὐκ ἔδει κτανών.


ΟΙΔ. Γιατί τον απειλείς; Εσύ
χρειάζεσαι φοβέρες, γέροντα,
κι όχι τα λόγια τα δικά του.
ΘΕΡ. Τί λάθος έκανα, μεγαλειότατε;
1150ΟΙΔ. Δε μαρτυράς για το μωρό
που σου θυμίζει.
ΘΕΡ. Δεν ξέρει τί του γίνεται· μιλάει στο βρόντο.
ΟΙΔ. Ό, τι δεν πεις με το καλό,
θα το ξεράσεις κλαίγοντας.
ΘΕΡ. Για το θεό,
δε θα σηκώσεις χέρι
σ᾽ ένα γέρο.
ΟΙΔ. Δε θα τον δέσει κάποιος
γρήγορα πισθάγκωνα;
ΘΕΡ. Ο δόλιος, γιατί;
Τί θες να μάθεις παραπάνω;
ΟΙΔ. Του ᾽δωσες το παιδί που μολογάει;
ΘΕΡ. Του το ᾽δωσα που να μην έσωνα.
ΟΙΔ. Και δε θα σώσεις, αν δεν πεις την αλήθεια.
ΘΕΡ. Κι αν θα μιλήσω, χάθηκα.
1160ΟΙΔ. Αυτός ο άνθρωπος, θαρρώ,
βάλθηκε να γλιστράει.
ΘΕΡ. Καθόλου. Σου το ᾽πα· του το ᾽δωσα.
ΟΙΔ. Το πήρες από πού;
Ήταν δικό σου;
Ήτανε ξένο;
ΘΕΡ. Δεν ήτανε δικό μου.
Άλλος μου το ᾽δωσε.
ΟΙΔ. Κάποιος πολίτης από δω;
Από ποιό σπίτι;
ΘΕΡ. Για το θεό, μην επιμένεις να ρωτάς.
ΟΙΔ. Αν σε ρωτήσω δεύτερη φορά,
θα μετανιώσεις.
ΘΕΡ. Ήταν απ᾽ το παλάτι κάποιος· του Λαΐου.
ΟΙΔ. Δούλος; Ή κάποιος συγγενής;
ΘΕΡ. Αλίμονο, το φοβερό θα ξεστομίσω λόγο.
1170ΟΙΔ. Κι εγώ θα τον ακούσω.
Κι έχω βαρύ το χρέος να τον ακούσω.
ΘΕΡ. Λέγαν πως ήταν γιος του.
Μα θα στο πει καλύτερα
η σύζυγός του μέσα στο παλάτι.
ΟΙΔ. Μήπως εκείνη στο ᾽δωσε;
ΘΕΡ. Μάλιστα, βασιλιά μου.
ΟΙΔ. Για να το κάνεις τί;
ΘΕΡ. Να το ξεκάνω.
ΟΙΔ. Μάνα; και πώς το μπόρεσε;
ΘΕΡ. Τη στοίχειωναν απαίσιες μαντείες.
ΟΙΔ. Ποιές;
ΘΕΡ. Προφήτευαν πως θα σκοτώσει τους γονιούς του.
ΟΙΔ. Και πώς σ᾽ αυτόν τον γέροντα
τόλμησες να τ᾽ αφήσεις;
ΘΕΡ. Το πόνεσα και νόμισα
πως σ᾽ άλλη χώρα θα το ταξίδευε· στα μέρη του.
Το ᾽σωσε και το βύθισε στη συμφορά.
1180Αν είσαι αυτός που λέει πως είσαι,
τώρα το ξέρεις πια:
γεννήθηκες καταραμένος.
ΟΙΔ. Ιού, ιού,
τα πάντα γίναν διαυγή!
Ω φως,
για τελευταία σε βλέπω φορά.
Εγώ,
περίοπτος και διαφανής.
Απ᾽ αυτούς που δεν έπρεπε φύτρωσα,
μ᾽ αυτούς που δεν έπρεπε πλάγιασα
κι αυτούς που δεν έπρεπε σκότωσα.


ΟΙΔ. Α, γέροντα, μην τα βάζεις με τούτον,
γιατ᾽ είν᾽ εσένα κι όχι αυτού τα λόγια
που τιμωρία χρειάζονται. ΔΟΥ. Σε τί ᾽ναι
αφέντη, πρωταφέντη μου, που φταίω;
1150ΟΙΔ. Που δε μιλάς για το παιδί που λέει.
ΔΟΥ. Μα αυτός μωρολογάει κι άδικα χάνει
τον κόπο του. ΟΙΔ. Λοιπόν δε θα μιλήσεις
με το καλό, μα κλαίοντας θα μιλήσεις.
ΔΟΥ. Για όνομα των θεών, μη με παιδέψεις
εμέ το γέρο. ΟΙΔ. Εμπρός, δεν έρχεται ένας
να του δέσει πιστάγκωνα τα χέρια;
ΔΟΥ. Συφορά μου, γιατί; Τί θες να μάθεις;
ΟΙΔ. Του ᾽δωσες το παιδί που ρωτά τούτος;
ΔΟΥ. Του το ᾽δωσα, μά ειθε να ᾽χα πεθάνει
εκείνη την ημέρα. ΟΙΔ. Μα αυτό θα γίνει
σήμερα αν δεν μας πεις την πάσ᾽ αλήθεια.
ΔΟΥ. Μα πιότερο αν την πω θα πάω χαμένος.
1160ΟΙΔ. Αυτός ο άνθρωπος, φαίνεται, γυρεύει
να τα στρίψει και πάλι. ΔΟΥ. Μα όχι, αφέντη,
σου το ᾽πα πριν, εγώ του τό ειχα δώσει.
ΟΙΔ. Κι από ποιόν το ᾽χες πάρει, ήταν δικό σου,
είτε κανενός άλλου; ΔΟΥ. Όχι δικό μου,
μ᾽ από κάποιον το πήρα. ΟΙΔ. Και ποιός ήταν
αυτός απ᾽ τους εδώ, κι από ποιό σπίτι;
ΔΟΥ. Μη, σ᾽ εξορκίζω στους θεούς, αφέντη,
μη ρωτάς παραπάνω. ΟΙΔ. Χάθηκες
αν σε ρωτήσω δυο φορές το ίδιο.
ΔΟΥ. Λοιπόν, από του Λάιου ήταν τα σπίτια.
ΟΙΔ. Κανενός δούλου, ή απ᾽ τη γενιά του, εκείνου;
ΔΟΥ. Οϊμένα, κι έφτασε η ώρα να τον πω
το φοβερό το λόγο. ΟΙΔ. Και για μένα
1170να τον ακούσω· κι όμως ας ακούσω.
ΔΟΥ. Παιδί εκεινού το λέγαν· μα η δική σου
μέσα η γυναίκα πιο καλ᾽ απ᾽ τους άλλους
μπορεί να πει πώς είν᾽ αυτά. ΟΙΔ. Ώστε εκείνη,
σου ᾽δωκε το παιδί; ΔΟΥ. Μάλιστ᾽, αφέντη.
ΟΙΔ. Για να το κάμεις τι; ΔΟΥ. Να το χαλάσω.
ΟΙΔ. Μητέρα, και το τόλμησε; ΔΟΥ. Από φόβο
για κάτι τρομερούς χρησμούς. ΟΙΔ. Σαν ποιούς;
ΔΟΥ. Πως θα σκότωνε λέγαν τους γονιούς του.
ΟΙΔ. Πως λοιπόν εσύ τ᾽ άφησες στο γέρο
αυτόν εδώ; ΔΟΥ. Το πόνεσα, άρχοντά μου,
γιατ᾽ έλεα πως θα το ᾽παιρνε μαζί του
σ᾽ άλλη χώρα, από κει που ήταν κι ο ίδιος,
μα για τις πιο μεγάλες δυστυχίες
1180το ᾽σωσε αυτός· γιατ᾽ αν εσύ ᾽σαι εκείνος
που λέει ετούτος, ξέρε πως από σένα
δε γένηκε άλλος πιο συφοριασμένος.
ΟΙΔ. Οϊμέ, οϊμέ· ξεκαθάρισαν όλα!
Ω φως, στερνή φορά να σ᾽ αντικρίσω
τώρα, που φανερώθηκα πως είμαι
παιδί εκείνων που δεν έπρεπε να ᾽μουν,
πως ζω μ᾽ όποιους δεν έπρεπε να ζούσα,
κι είμαι αυτών που δεν έπρεπε ο φονιάς.


ΟΙΔ. Ε! γέρο, μη θυμώνεις· τα δικά σου
τα λόγια θυμό φέρνουν, κι όχι τούτου.
ΘΕΡ. Σε τί φταίω εγώ, παινεμέν᾽ άρχοντά μου;
1150ΟΙΔ. Για το παιδί που σε ρωτά, δεν κρένεις.
ΘΕΡ. Τί λέει δε νιώθει, μάταιο κόπο χάνει.
ΟΙΔ. Με το καλό ό,τι δε λες θα πεις κλαίοντας.
ΘΕΡ. Για το Θεό, ένα γέρο μη χτυπήσεις!
ΟΙΔ. Δέστε του πίσω γρήγορα τα χέρια.
ΘΕΡ. Συφορά μου, γιατί; Τί θες να μάθεις;
ΟΙΔ. Σ᾽ αυτόν το παιδί το έδωσες, που σου είπε;
ΘΕΡ. Σ᾽ αυτόν, που να με είχε έβρει τότε ο Χάρος.
ΟΙΔ. Θα σε βρει τώρα, αν δεν πεις την αλήθεια.
ΘΕΡ. Μα αν την πω, πιο πολύ χαμένος είμαι.
1160ΟΙΔ. Αυτός, βλέπω, γυρεύει να ξεφύγει.
ΘΕΡ. Όχι, όχι· σου είπα, το έδωσα, άρχοντά μου.
ΟΙΔ. Πούθε το πήρες; Δικό σου ήταν ή άλλου;
ΘΕΡ. Δεν ήτανε δικό μου, μου το δώσαν.
ΟΙΔ. Ποιός αστός από δω, κι από ποιό σπίτι;
ΘΕΡ. Μη ρωτάς πια, για το Θεό, μη, αφέντη.
ΟΙΔ. Χάθηκες, αν σου πω και πάλι τα ίδια.
ΘΕΡ. Λοιπόν — απ᾽ το παλάτι ήταν του Λάιου.
ΟΙΔ. Δούλος του, ή κάποιο παιδί απ᾽ τη γενιά του;
ΘΕΡ. Αλί, το πιο φριχτό να πω απομένει.
1170ΟΙΔ. Κι εγώ ν᾽ ακούσω· όμως ν᾽ ακούσω πρέπει.
ΘΕΡ. Παιδί εκείνου το λέγαν· μα αυτά κάλλιο
μπορεί η γυναίκα σου όλα να ιστορήσει.
ΟΙΔ. Αυτή το παιδί σού έδωσε; ΘΕΡ. Ναι, αφέντη.
ΟΙΔ. Με ποιό σκοπό; ΘΕΡ. Να το ξεκάνω. ΟΙΔ. Η έρμη,
το παιδί της; ΘΕΡ. Φοβόταν χρησμούς μαύρους.
ΟΙΔ. Ποιούς; ΘΕΡ. Θα σκότωνε, λέγαν, το γονιό του.
ΟΙΔ. Πώς τ᾽ άφησες εσύ σ᾽ αυτόν το γέρο;
ΘΕΡ. Από συμπόνια, αφέντη· έλεα θα φύγει
σε άλλη αυτός χώρα, απ᾽ όπου ήρθε, μα τούτος
1180για συφορές το έσωσε. Αν εσύ είσαι εκείνος
που λέει, δυστυχισμένος εγεννήθης.
ΟΙΔ. Αλί, αλί· καθαρά όλα ξεδιαλύνουν.
Φως, σε βλέπω στερνή φορά, εγώ που ήταν
άπρεπη η γέννα μου, άπρεπος κι ανόσιος
ο γάμος μου, και που άπρεπα έχυσα αίμα.