ΟΙΔ. Α, γέροντα, μην τα βάζεις με τούτον,
γιατ᾽ είν᾽ εσένα κι όχι αυτού τα λόγια
που τιμωρία χρειάζονται. ΔΟΥ. Σε τί ᾽ναι
αφέντη, πρωταφέντη μου, που φταίω;
1150ΟΙΔ. Που δε μιλάς για το παιδί που λέει.
ΔΟΥ. Μα αυτός μωρολογάει κι άδικα χάνει
τον κόπο του. ΟΙΔ. Λοιπόν δε θα μιλήσεις
με το καλό, μα κλαίοντας θα μιλήσεις.
ΔΟΥ. Για όνομα των θεών, μη με παιδέψεις
εμέ το γέρο. ΟΙΔ. Εμπρός, δεν έρχεται ένας
να του δέσει πιστάγκωνα τα χέρια;
ΔΟΥ. Συφορά μου, γιατί; Τί θες να μάθεις;
ΟΙΔ. Του ᾽δωσες το παιδί που ρωτά τούτος;
ΔΟΥ. Του το ᾽δωσα, μά ειθε να ᾽χα πεθάνει
εκείνη την ημέρα. ΟΙΔ. Μα αυτό θα γίνει
σήμερα αν δεν μας πεις την πάσ᾽ αλήθεια.
ΔΟΥ. Μα πιότερο αν την πω θα πάω χαμένος.
1160ΟΙΔ. Αυτός ο άνθρωπος, φαίνεται, γυρεύει
να τα στρίψει και πάλι. ΔΟΥ. Μα όχι, αφέντη,
σου το ᾽πα πριν, εγώ του τό ειχα δώσει.
ΟΙΔ. Κι από ποιόν το ᾽χες πάρει, ήταν δικό σου,
είτε κανενός άλλου; ΔΟΥ. Όχι δικό μου,
μ᾽ από κάποιον το πήρα. ΟΙΔ. Και ποιός ήταν
αυτός απ᾽ τους εδώ, κι από ποιό σπίτι;
ΔΟΥ. Μη, σ᾽ εξορκίζω στους θεούς, αφέντη,
μη ρωτάς παραπάνω. ΟΙΔ. Χάθηκες
αν σε ρωτήσω δυο φορές το ίδιο.
ΔΟΥ. Λοιπόν, από του Λάιου ήταν τα σπίτια.
ΟΙΔ. Κανενός δούλου, ή απ᾽ τη γενιά του, εκείνου;
ΔΟΥ. Οϊμένα, κι έφτασε η ώρα να τον πω
το φοβερό το λόγο. ΟΙΔ. Και για μένα
1170να τον ακούσω· κι όμως ας ακούσω.
ΔΟΥ. Παιδί εκεινού το λέγαν· μα η δική σου
μέσα η γυναίκα πιο καλ᾽ απ᾽ τους άλλους
μπορεί να πει πώς είν᾽ αυτά. ΟΙΔ. Ώστε εκείνη,
σου ᾽δωκε το παιδί; ΔΟΥ. Μάλιστ᾽, αφέντη.
ΟΙΔ. Για να το κάμεις τι; ΔΟΥ. Να το χαλάσω.
ΟΙΔ. Μητέρα, και το τόλμησε; ΔΟΥ. Από φόβο
για κάτι τρομερούς χρησμούς. ΟΙΔ. Σαν ποιούς;
ΔΟΥ. Πως θα σκότωνε λέγαν τους γονιούς του.
ΟΙΔ. Πως λοιπόν εσύ τ᾽ άφησες στο γέρο
αυτόν εδώ; ΔΟΥ. Το πόνεσα, άρχοντά μου,
γιατ᾽ έλεα πως θα το ᾽παιρνε μαζί του
σ᾽ άλλη χώρα, από κει που ήταν κι ο ίδιος,
μα για τις πιο μεγάλες δυστυχίες
1180το ᾽σωσε αυτός· γιατ᾽ αν εσύ ᾽σαι εκείνος
που λέει ετούτος, ξέρε πως από σένα
δε γένηκε άλλος πιο συφοριασμένος.
ΟΙΔ. Οϊμέ, οϊμέ· ξεκαθάρισαν όλα!
Ω φως, στερνή φορά να σ᾽ αντικρίσω
τώρα, που φανερώθηκα πως είμαι
παιδί εκείνων που δεν έπρεπε να ᾽μουν,
πως ζω μ᾽ όποιους δεν έπρεπε να ζούσα,
κι είμαι αυτών που δεν έπρεπε ο φονιάς.
|