ΟΡΕ. Αχ, τί να πω; βρίσκομαι σ᾽ απορία
με τι λόγια ν᾽ αρχίσω· γιατί πια
δε μπορώ να κρατήσω τη γλώσσα μου.
ΗΛΕ. Γιατί η λύπη σου αυτή; τί θέλουν, ξένε,
να πουν αυτά τα λόγια σου; ΟΡΕ. Αλήθεια,
εσύ ᾽σαι η ξακουσμέν᾽ Ηλέκτρα εκείνη,
εσύ που βλέπω εμπρός μου; ΗΛΕ. Όλη κι όλη,
σ᾽ αυτά τα χάλια, να την κλαις. ΟΡΕ. Οϊμένα,
τί μαύρη συφορά! ΗΛΕ. Δε θα ᾽ναι βέβαια
1180για μένα, ξένε, που στενάζεις έτσι.
ΟΡΕ. Ω κορμί, πόσο ανάξια κι άθεα έχεις
ρημάξει! ΗΛΕ. Ώστε όχι γι᾽ άλλη, μα για μένα
τα πικρά αυτά σου λόγια. ΟΡΕ. Αλίμονό σου,
δίχως άντρα να ζεις και μες στον πόνο!
ΗΛΕ. Γιατί με βλέπεις έτσι και στενάζεις,
ξένε; ΟΡΕ. Γιατί δεν ήξερα κανένα
απ᾽ τα κακά σου. ΗΛΕ. Και τί απ᾽ όλα πού ειπα
σ᾽ έκαμε να μάθεις; ΟΡΕ. Μου έφτασε
να δω τα τόσα βάσανα που δείχνεις
απάνω σου. ΗΛΕ. Και μολοντούτο βλέπεις
πολύ λίγ᾽ απ᾽ τα πάθη μου. ΟΡΕ. Και θα ᾽χε
να δει κανείς και πιο σκληρά άλλ᾽ ακόμα;
1190ΗΛΕ. Αφού πρέπει να ζω με τους φονιάδες…
ΟΡΕ. Τίνος; για ποιούς φονιάδες κάνεις λόγο;
ΗΛΕ. …του πατέρα μου· κι όχι μόνο, πάρα
να ᾽μαι κι υπόδουλή των με τη βία.
ΟΡΕ. Και ποιός αυτός που με τη βία σ᾽ έχει
στη θέση αυτή; ΗΛΕ. Μητέρα τηνε λένε,
μα τίποτα δεν έχει από μητέρα!
ΟΡΕ. Και τί σου κάνει; με τα χέρια μήπως,
ή μ᾽ άλλες ταπεινώσεις; ΗΛΕ. Με τα χέρια,
με ταπεινώσεις, μ᾽ ό,τι βάλει ο νους σου.
ΟΡΕ. Και κανένας δε βρίσκεται να πάρει
το μέρος σου και να την εμποδίσει;
ΗΛΕ. Όχι, κανένας· γιατί ο μόνος που είχα,
μου έφερες συ την τέφρα του. ΟΡΕ. Ω πόσο
σε συμπονώ, βαριόμοιρη, απ᾽ την ώρα
που σ᾽ αντίκρισα! ΗΛΕ. Κι είσαι ο μόνος, ξέρε,
1200που με συμπόνεσ᾽ άνθρωπος ως τώρα.
ΟΡΕ. Γιατ᾽ είμαι ο μόνος που ήρθα με τις ίδιες
στο στήθος μου πληγές. ΗΛΕ. Μα δεν πιστεύω
συγγενής να μας ήρθες από κάπου.
ΟΡΕ. Θα σ᾽ απαντούσα, αν ήξερα πως είναι
πιστές σου αυτές. ΗΛΕ. Και βέβαια πιστές μού ειναι,
ώστε μπορείς μπροστά των να μιλήσεις.
|