ΣΤΑΣΙΜΟ ΤΡΙΤΟ ΧΟ. Πότε και ποιός ύστατος αριθμός θα σταματήσει
της μακρινής μου περιπλάνησης τα χρόνια;
Που δίχως τελειωμό κι ανάπαυλα σωριάζουν
πάνω μου τα βάρη ενός τυφλού πολέμου,
1190στον κάμπο τον απέραντο της Τροίας
—όνειδος για τους Έλληνες βαρύ.
Ας είχε προλάβει να χαθεί στα ύψη
του μεγάλου αιθέρα, ή στον ξενιστή για όλους
Άδη να χωθεί, εκείνος που έμαθε τους Έλληνες
πώς να σηκώνουν όπλα μισητά του επάρατου πολέμου.
Ω πόνοι, πόνων πρόγονοι,
γιατί εκείνος τους ανθρώπους σκλάβωσε.
Εκείνος και σ᾽ εμένα αρνήθηκε της συντροφιάς
την τέρψη, μήτε στεφάνια να μοιράζομαι
1200και κούπες του κρασιού βαθιές, μήτε τον ήχο
τον γλυκό ν᾽ ακούω των αυλών, μήτε και την απόλαυση
να χαίρομαι της νύχτας σε ζεστό κρεβάτι.
Τον έρωτα, τον έρωτα μου στέρησε,
αλίμονο. Και τώρα πέφτω αφρόντιστος
να κοιμηθώ, η παγωμένη πάχνη μουσκεύει
κάθε νύχτα τα μαλλιά μου — θύμηση
1210αλησμόνητη της ανελέητης Τροίας.
Είχα ως τώρα να μου παραστέκεται,
στον φόβο του ύπνου, στα βέλη της ημέρας,
ο γενναίος Αίας. Τώρα που εκείνος
στη δαιμονική του μοίρα παραδόθηκε,
ποιά, πες μου ποιά μου απόμεινε χαρά.
Α, να μπορούσα να βρεθώ στον δασωμένο
κάβο, που τον φιλεί η θάλασσα,
1220στους πρόποδες όπου πλατύς ο βράχος
του Σουνίου υψώνεται, συντροφικό χαιρετισμό
να στείλω στην ιερή Αθήνα.
|