Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (1185-1222)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΧΟ. τίς ἄρα νέατος ἐς πότε λή- [στρ. α] 1185
ξει πολυπλάγκτων ἐτέων ἀριθμός,
τὰν ἄπαυστον αἰὲν ἐμοὶ δορυσσοή-
των μόχθων ἄταν ἐπάγων
1190τάνδ᾽ ἀν᾽ εὐρυεδῆ Τροίαν,
δύστανον ὄνειδος Ἑλλάνων;

ὄφελε πρότερον αἰθέρα δῦ- [ἀντ. α]
ναι μέγαν ἢ τὸν πολύκοινον Ἅιδαν
1195κεῖνος ἁνὴρ, ὃς στυγερῶν ἔδειξεν ὅ-
πλων Ἕλλασιν κοινὸν Ἄρη.
ὦ πόνοι πρόγονοι πόνων.
κεῖνος γὰρ ἔπερσεν ἀνθρώπους.

ἐκεῖνος οὔτε στεφάνων [στρ. β]
1200οὔτε βαθειᾶν κυλίκων
νεῖμεν ἐμοὶ τέρψιν ὁμιλεῖν,
οὔτε γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβον
δύσμορος οὔτ᾽ ἐννυχίαν
τέρψιν ἰαύειν·
1205ἐρώτων δ᾽
ἐρώτων ἀπέπαυσεν, ὤ-
μοι. κεῖμαι δ᾽ ἀμέριμνος οὕ-
τως, ἀεὶ πυκιναῖς δρόσοις
τεγγόμενος κόμας, λυγρᾶς
1210μνήματα Τροίας.

καὶ πρὶν μὲν αἰὲν νυχίου [ἀντ. β]
δείματος ἦν μοι προβολὰ
καὶ βελέων θούριος Αἴας·
νῦν δ᾽ οὗτος ἀνεῖται στυγερῷ
1215δαίμονι. τίς μοι, τίς ἔτ᾽ οὖν
τέρψις ἐπέσται;
γενοίμαν
ἵν᾽ ὑλᾶεν ἔπεστι πόν-
του πρόβλημ᾽ ἁλίκλυστον, ἄ-
1220κραν ὑπὸ πλάκα Σουνίου,
τὰς ἱερὰς ὅπως προσεί-
ποιμεν Ἀθάνας.


ΣΤΑΣΙΜΟ ΤΡΙΤΟ


ΧΟ. Πότε και ποιός ύστατος αριθμός θα σταματήσει
της μακρινής μου περιπλάνησης τα χρόνια;
Που δίχως τελειωμό κι ανάπαυλα σωριάζουν
πάνω μου τα βάρη ενός τυφλού πολέμου,
1190στον κάμπο τον απέραντο της Τροίας
—όνειδος για τους Έλληνες βαρύ.

Ας είχε προλάβει να χαθεί στα ύψη
του μεγάλου αιθέρα, ή στον ξενιστή για όλους
Άδη να χωθεί, εκείνος που έμαθε τους Έλληνες
πώς να σηκώνουν όπλα μισητά του επάρατου πολέμου.
Ω πόνοι, πόνων πρόγονοι,
γιατί εκείνος τους ανθρώπους σκλάβωσε.

Εκείνος και σ᾽ εμένα αρνήθηκε της συντροφιάς
την τέρψη, μήτε στεφάνια να μοιράζομαι
1200και κούπες του κρασιού βαθιές, μήτε τον ήχο
τον γλυκό ν᾽ ακούω των αυλών, μήτε και την απόλαυση
να χαίρομαι της νύχτας σε ζεστό κρεβάτι.
Τον έρωτα, τον έρωτα μου στέρησε,
αλίμονο. Και τώρα πέφτω αφρόντιστος
να κοιμηθώ, η παγωμένη πάχνη μουσκεύει
κάθε νύχτα τα μαλλιά μου — θύμηση
1210αλησμόνητη της ανελέητης Τροίας.

Είχα ως τώρα να μου παραστέκεται,
στον φόβο του ύπνου, στα βέλη της ημέρας,
ο γενναίος Αίας. Τώρα που εκείνος
στη δαιμονική του μοίρα παραδόθηκε,
ποιά, πες μου ποιά μου απόμεινε χαρά.
Α, να μπορούσα να βρεθώ στον δασωμένο
κάβο, που τον φιλεί η θάλασσα,
1220στους πρόποδες όπου πλατύς ο βράχος
του Σουνίου υψώνεται, συντροφικό χαιρετισμό
να στείλω στην ιερή Αθήνα.


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Ποιός να ᾽ναι ο χρόνος ο στερνός,
πότε θα ᾽ρθει μέσα στα τόσα
τα χρόνια τα πολύπαθα,
που πάντοτε ακατάπαυστα με μόχθους
ο παιδεμός της μάχης με φορτώνει
1190εδώ στην Τροία τη σκοτεινή,
μαύρη ντροπή για την Ελλάδα;

Μακάρι να ᾽χε από τα πριν
χαθεί μες στον αιθέρα
ή μες στον παντοδέχτην Άδη
αυτός που δίδαξε στους Έλληνες
τα μισητά όπλα του πολέμου.
Ω! πόνοι, πατεράδες πόνων. Γιατί εκείνος
ερήμαξε όλους τους ανθρώπους.

Αυτός δε μ᾽ άφησε να χαίρομαι
μήτε στεφάνια γιορτινά
1200μήτε βαθιά κροντήρια
μηδέ τον όμορφον αχό
του αυλού και μες στις νύχτες
ύπνο απαλό να φχαριστιέμαι ο έρμος·
και τις αγάπες, αχ! ναι, τις αγάπες
μού στέρησε· κι εδώ λησμονημένος
κείτομαι πάντοτε κι η σύμπυκνη
πάχνη μουσκεύει τα μαλλιά μου,
1210την Τροία θυμίζοντάς μου την πικρή.

Πρώτα στο νύχτιο φόβο μου είχα
και στις σαΐτες των εχθρών
σκέπη μου τον αντρειωμένο
τον Αίαντα πάντα· τώρα
τον πήρε τύχη μισητή και πάει·
αχ! ποιά χαρά μου μένει, ποιά χαρά;
Ω! να γινόταν να βρεθώ στον τόπο
που δασωμένος στέκει ο κυματόδαρτος
1220βράχος, στου Σούνιου από κάτω
την απλωτή κατηφοριά,
να χαιρετήσω την Αθήνα την ιερή.


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Πότε θενά ᾽ρθει ο στερνός ο χρόνος που θα πάψουν
1190τ᾽ αβάσταχτά μου τα δεινά μες στην πλατιά την Τροία,
πὄγινε πια στους Έλληνες η πιο τρανή ντροπή τους;

Νάθε μες στον πλατύ ουρανό πρωτύτερα να πέσει
γιά μες στον Άδην τον βαθύ εκείνος που ᾽χει μάθει
στους Έλληνες στον πόλεμο και τα φριχτά τα όπλα.
Ω πόνοι σεις που φέρνετε καινούργιους πόνους πάλε,
εκείνος τους αφάνισε κι έκαψε τους ανθρώπους.

Εκείνος που δεν μ᾽ άφησε ούτε με τα στεφάνια,
1200ούτε και με τα ολόγιομα να χαίρομαι ποτήρια,
ούτε ν᾽ ακούω τον γλυκό τον ήχο της φλογέρας,
ούτε στης νύχτας τις χαρές για να καλοκαρδίσω.
Και την αγάπην έχασα, οϊμέ, και τώρα είμαι
αδιάφορος, και η δροσιά μουσκεύει τα μαλλιά μου
1210της Τροίας, που για ανάμνηση πικρή μάς έχει μείνει.

Είχα στους φόβους της νυχτιάς πρώτα και στις σαΐτες
τον Αία τον ατρόμητο προστάτη μου, μα τώρα
εκείνος ξεκουράστηκε από τον σκληρό τον χάρο.
1220Ποιά τώρα μένει μου χαρά; Νάθε στο Σούνιο να ᾽μουν,
κοντά στο θαλασσόδαρτο το φουντωτό απ᾽ τα δάση
να χαιρετήσω από μακριά την ιερή Αθήνα.