(Έρχεται μια υπηρέτρια της Πραξαγόρας μεθυσμένη.)
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Γεια σου, κόσμε, και χώρα ευλογημένη
και συ, κυρά μου, να κατοχρονίσεις·
κι ελόγου σας, που βγήκατε στις πόρτες,
όλοι σας, Αθηνιώτες, χωραΐτες,
κι εγώ η δουλευταρού. Μοσκοβολάνε
τα μαλλιά μου από αρώματ᾽ ακριβά.
Μα πάνου απ᾽ όλα βάζω τα θασιώτικα
κρασοκάνατα, φίσκα. Τ᾽ άρωμά τους
1120βαστάει καιρό μες στο μυαλό, ενώ τ᾽ άλλα
γρήγορα ξεθυμαίνουν, μά την πίστη μου.
(αποτείνεται στο Χορό των γυναικών)
Μπρε, γυναίκες, γιά πέστε μου πού βρίσκεται
τ᾽ αφεντικό μου, ο αντρούλης της κυράς μου;
ΧΟΡ. Κάτσε αυτού κι όπου να ᾽ναι θα φανεί.
(Μπαίνει ο Βλέπυρος)
ΥΠΗ. Καλά λέτε και νά τον! Πάει για δείπνο...
(στο Βλέπυρο)
Αφέντη μου καλότυχε, όλ᾽ η Αθήνα
1130σε ζηλεύει... ΒΛΕ. Εμένα λες; ΥΠΗ. Εσένα!
Ποιός άλλος, μά το Δία, πιο ζηλεμένος;
Τριάντα χιλιάδες κόσμος ως τα τώρα
ντερλικώσαν και συ μπουκιά δεν έβαλες.
ΧΟΡ. Πολύ σωστά, είσαι ο μόνος νηστικός.
ΥΠΗ. (στο Βλέπυρο)
Για πού το ᾽βαλες, κύριε; ΒΛΕ. Για το δείπνο.
ΥΠΗ. Ναι μά την Αφροδίτη, ο τελευταίος!
Μα η κυρά μου με διέταξε όπου σέ ᾽βρω
να σε πάρω και να σε πάω στο σπίτι
με τούτα εδώ τα κοριτσόπουλα. Άιντε!
Περίσσεψε πολύ μοσχούδι χιώτικο,
1140φαγιά και λιχουδιές. Λοιπόν τρεχάλα
κι όσοι θεατές μάς αγαπούνε κι όσοι
κριτάδες βλέπουν ίσα κι όχι αλλού,
πάρ᾽ τους όλους μαζί σου, για όλους έχουμε.
ΒΛΕ. Να τους φωνάξεις όλους χουβαρντάδικα,
μην αφήνεις κανένα. Με το ελεύθερο
γερόντους, παλικάρια και παιδόπουλα:
στρωμένο το τραπέζι για ολουνούς...
αν έρθουνε, στο σπίτι μας να φάνε!
Τρέχω κι εγώ για μάσα μ᾽ αναμμένη
1150στα χέρια μου τη δάδα που κουνώ.
ΥΠΗ. Άι, μη χασομεράς. Πάρ᾽ τις κοπέλες
και τράβα. Κι όσο θα κατηφορίζεις
από δω για την πόλη, εγώ για σένα
θα σιγοτραγουδάω σκοπό της τάβλας.
|