ΑΙΣ. Φυσικά· μα το χρέος του ποιητή, εγώ θαρρώ,
να σκεπάζει το αμάρτημα, κι όχι
να το δείχνει ετσιδά φανερά στη σκηνή.
Γιατί, αν είναι οδηγός στα παιδάκια,
όπως ξέρουμε, ο δάσκαλος, είν᾽ ο ποιητής
οδηγός των εφήβων. Και πρέπει
να μιλούμε για ενάρετα πράματα εμείς.
ΕΥΡ. Κι αρετής τάχα μάθημα δίνεις,
όταν φτιάχνεις τις φράσεις σα Λυκαβηττούς,
Παρνασσών σαν τους δίνεις τον όγκο;
Το σωστό ήταν απλά, ανθρωπινά να μιλάς.
ΑΙΣ. Α, μωρέ κακομοίρη, μα οι γνώμες
όταν είναι τρανές και υψηλοί οι στοχασμοί,
πρέπει ανάλογη κι η έκφραση να ᾽ναι.
1060Στους ημίθεους δα κιόλας ταιριάζει, τρανά,
μεγαλόπρεπα λόγια να λένε·
όπως κιόλας τα ρούχα που εκείνοι φορούν
πιο πολύ απ᾽ τα δικά μας φαντάζουν.
Το τί πρέπει κι εδώ, το ᾽χα δείξει· μα εσύ
μας τα χάλασες. ΕΥΡ. Μπα! Με ποιόν τρόπο;
ΑΙΣ. Βασιλιάδες τρανούς, για να νιώθουν γι᾽ αυτούς
οι θεατές ψυχοπόνια, κουρέλια
τους φορούσες και βγαίναν μ᾽ αυτά στη σκηνή.
ΕΥΡ. Και σ᾽ αυτό κακό βρίσκεις τάχα;
ΑΙΣ. Τέτοια βλέπουν οι πλούσιοι, και τώρα κανείς
τριηραρχία ν᾽ αναλάβει δε θέλει·
σε κουρέλια τυλίγονται, κλαίνε, θρηνούν
και φωνάζουν πως φτώχεια τους δέρνει.
ΔΙΟ. Μά τη Δήμητρα, ναι, κι από μέσα φορούν
ακριβό και πυκνόμαλλο ρούχο.
Κι ύστερα, όταν ξεφύγουν μ᾽ αυτές τις καλπιές,
στα ψαράδικα ευθύς ξεφυτρώνουν.
ΑΙΣ. Ρητορείας, ευγλωττίας και πολλής φαφλατιάς
από σένα μαθήματα πήραν·
1070οι παλαίστρες αδειάσαν μ᾽ αυτά, οι πισινοί
των νεαρών, που φλυαρούν καθισμένοι,
έχουν πέρα για πέρα τριφτεί· και φλυαρούν
ως κι οι Πάραλοι τώρα· τολμούνε
στους ανώτερους γλώσσα να βγάζουνε. Πριν
τον καιρό το δικό μου, σα ζούσα,
ένα ξέρανε αυτοί: να ζητούνε ψωμί
και να λένε έγια μόλα, έγια λέσα.
ΔΙΟ. Ναι, και πέρ᾽ απ᾽ αυτά ν᾽ αμολούνε καμιά
στου στερνού λαμνοκόπου τη μούρη,
του συντρόφου τα μούτρα ν᾽ αλείβουν βρομιές·
στη στεριά πια, να γδύνουν τον κόσμο·
τώρα γλώσσα μια πήχη, καθόλου κουπί,
και το πλοίο ν᾽ αρμενίζει στην τύχη.
ΑΙΣ. Α, και ποιά συμφορά δεν πηγάζει απ᾽ αυτόν;
Τί μεσίτρες δεν έβγαλε αυτός στη σκηνή,
1080τί γυναίκες σε χώρους ιερούς να γεννούν,
τί αδερφές που να σμίγουν μαζί μ᾽ αδερφούς
και να λένε ζωή πως δεν είναι η ζωή!
Απ᾽ αυτά κι απ᾽ αυτά
με γραφιάδες η Αθήνα μας γέμισε πια
και με κάτι παλιάτσους γαλίφηδες, που όλο κουνούν
σα μαϊμούδες στο δήμο μπροστά την ουρά
και μ᾽ αυτά τον γελούν.
Όλοι αγύμναστοι πια, και σε αγώνα κανείς
δεν μπορεί να κρατήσει λαμπάδα.
ΔΙΟ. Ναι, κανείς. Όταν ήταν γιορτή,
1090Παναθήναια, τί γέλια που μου ᾽ρθαν! Μωρέ
πώς δεν έσκασα; Κάποιος, παχύς και χλωμός
κι αργοκίνητος, έτρεχε πάντα σκυφτός·
όλοι μπρος απ᾽ αυτόν, κι ήταν πια να τον κλαις.
Και στις πύλες κοντά οι Κεραμιώτες κοιλιά
και πλευρά, πισινά και νεφρά τού βαρούν·
κι όπως έτρωε τις φάπες αυτός,
κάτι κούφιες, ψιλές αμολά,
τη λαμπάδα του σβήνει και δρόμο!
|