Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (14.39-14.70)


μάστακα δοῖσα τέκνοισιν ὑπωροφίοισι χελιδών
40 ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν·
ὠκυτέρα μαλακᾶς ἀπὸ δίφρακος ἔπτετο τήνα
ἰθὺ δι᾽ ἀμφιθύρω καὶ δικλίδος, ᾇ πόδες ἆγον.
αἶνός θην λέγεταί τις «ἔβα ποκὰ ταῦρος ἀν᾽ ὕλαν».
εἴκατι· ταὶ δ᾽ ὀκτώ, ταὶ δ᾽ ἐννέα, ταὶ δὲ δέκ᾽ ἄλλαι·
45 σάμερον ἑνδεκάτα· ποτίθες δύο, καὶ δύο μῆνες
ἐξ ὧ ἀπ᾽ ἀλλάλων· οὐδ᾽ εἰ Θρᾳκιστὶ κέκαρμαι
οἶδε. Λύκος νῦν πάντα, Λύκῳ καὶ νυκτὸς ἀνῷκται·
ἄμμες δ᾽ οὔτε λόγω τινὸς ἄξιοι οὔτ᾽ ἀριθμητοί,
δύστανοι Μεγαρῆες ἀτιμοτάτᾳ ἐνὶ μοίρᾳ.
50 κεἰ μὲν ἀποστέρξαιμι, τὰ πάντα κεν ἐς δέον ἕρποι.
νῦν δὲ πόθεν; μῦς, φαντί, Θυώνιχε, γεύμεθα πίσσας.
χὤτι τὸ φάρμακόν ἐστιν ἀμηχανέοντος ἔρωτος,
οὐκ οἶδα· πλὰν Σῖμος, ὁ τᾶς ἐπιχάλκω ἐρασθείς,
ἐκπλεύσας ὑγιὴς ἐπανῆνθ᾽, ἐμὸς ἁλικιώτας.
55 πλευσεῦμαι κἠγὼν διαπόντιος· οὔτε κάκιστος
οὔτε πρᾶτος ἴσως, ὁμαλὸς δέ τις ὁ στρατιώτας.
ΘΥ. ὤφελε μὲν χωρεῖν κατὰ νῶν τεὸν ὧν ἐπεθύμεις,
Αἰσχίνα. εἰ δ᾽ οὕτως ἄρα τοι δοκεῖ ὥστ᾽ ἀποδαμεῖν,
59 μισθοδότας Πτολεμαῖος ἐλευθέρῳ οἷος ἄριστος.
61 εὐγνώμων, φιλόμουσος, ἐρωτικός, εἰς ἄκρον ἁδύς,
εἰδὼς τὸν φιλέοντα, τὸν οὐ φιλέοντ᾽ ἔτι μᾶλλον,
πολλοῖς πολλὰ διδούς, αἰτεύμενος οὐκ ἀνανεύων,
οἷα χρὴ βασιλῆ᾽· αἰτεῖν δὲ δεῖ οὐκ ἐπὶ παντί,
65 Αἰσχίνα. ὥστ᾽ εἴ τοι κατὰ δεξιὸν ὦμον ἀρέσκει
λῶπος ἄκρον περονᾶσθαι, ἐπ᾽ ἀμφοτέροις δὲ βεβακώς
τολμασεῖς ἐπιόντα μένειν θρασὺν ἀσπιδιώταν,
ᾇ τάχος εἰς Αἴγυπτον. ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα
πάντες γηραλέοι, καὶ ἐπισχερὼ ἐς γένυν ἕρπει
70 λευκαίνων ὁ χρόνος· ποιεῖν τι δεῖ ἇς γόνυ χλωρόν.


Χύθηκ᾽ ευθύς ακράτητη κι εβγήκε από την πόρτα,
πιο γρήγορη, πιο πεταχτή κι από τη χελιδόνα,
40που πηγαινόρχεται, τροφή να φέρει στα πουλιά της.
Κι έφυγε· «πιάσ᾽ τ᾽ αμπέλια της» που λέει κι η παροιμία.
45Δυο μήνες τώρα πέρασαν που δεν την ξαναείδα
κι άφησα γένια μακριά σαν να ᾽μουν απ᾽ τη Θράκη.
Ο Λύκος τώρα είναι γι᾽ αυτήν όλο το παν, στο Λύκο
τη νύκτα τα μεσάνυκτα την πόρτα της ανοίγει,
και μένα με καταφρονεί σαν να ᾽μουν Μεγαρίτης
κι ούτε με συλλογίζεται κι ούτε με λογαριάζει.
Κι αν ημπορούσα δα κι εγώ να την καταφρονέσω,
50καθόλου δε θα μ᾽ έμελε κι όλα καλά θενά ᾽ταν.
Μα εγώ ειμαι στην αγάπη της πιστάγκωνα δεμένος
και μήτε βρίσκω γιατρικό στον άτυχο έρωτά μου.
Ξέρω πως όταν άλλοτε κι ο συνομήλικος μου,
ο Σίμος, ερωτεύτηκε μια τέτοια ψεύτρα κόρη,
ταξίδεψε στην ξενιτειά και γιατρεμένος ήρθε.
55Θα πάω κι εγώ στην ξενιτειά· δε λέω πως θα ᾽μαι πρώτος,
μα δε θενά ᾽μαι και στερνός μες στους πολεμιστάδες.
ΘΥΩ. Άμποτε αυτά που επιθυμείς όπως τα θες να γίνουν.
Μ᾽ αν όμως σώνει και καλά ποθείς να ταξιδέψεις,
59στον Πτολεμαίο πήγαινε στρατιώτης να δουλέψεις.
61Είν᾽ ανοιχτόκαρδος, καλός κι ευγενικός στους τρόπους,
τη χάρη δεν τη λησμονεί, τις τέχνες προστατεύει,
ξέρει και ποιός τον αγαπά, ποιός θέλει το κακό του,
δίνει πολλά και σε πολλούς κι ούτε ποτέ του αρνιέται
να δώσει σ᾽ όποιον του ζητά, σαν βασιλιάς οπού ᾽ναι,
φθάνει να ξέρουν μοναχά τί πρέπει να ζητήσουν.
65Αν θες λοιπόν ν᾽ αρματωθείς πολεμιστής να γένεις
κι αν σου βαστούν τα πόδια σου να περπατείς μ᾽ ασπίδα,
σύρε μιαν ώρ᾽ αρχύτερα στην Αίγυπτο. Τα χρόνια
τ᾽ ασπρίζουν τα μηλίγγια μας κι η ασπράδ᾽ αγάλια-αγάλια
από τα δυο μηλίγγια μας στα γένια κατεβαίνει.
70Ό,τι μπορούμε ας κάνομεν όσο βαστούν τα πόδια.