ΑΡΤΕΜΗ
Τ᾽ αρχοντόπουλο, εσένα, του Αιγέα
τον υγιό, σε προστάζω ν᾽ ακούσεις!
Της Λητώς θυγατέρα, η Αρτέμιδα,
σου μιλάω! Πώς Θησέα, καταδύστυχε,
μ᾽ αυτά που ᾽κανες χαίρεσαι; Πώς
έτσι ανόσια το τέκνο σου σκότωσες;
Τις ψευτιές της γυναίκας σου πίστεψες
για ένα κρίμ᾽ αφανέρωτο; Τώρα
αμαρτία φοβερή σε βαραίνει!
1290Πώς δε χώνεσαι μέσα στα τάρταρα
την ντροπή σου να κρύψεις και πώς
δεν αλλάζεις μορφή και πετούμενο
στ᾽ αψηλά τ᾽ ουρανού να ξεφύγεις
απ᾽ τ᾽ αβάσταγο μόλεμα. Αλιά σου,
με τους δίκιους ανθρώπους να ζήσεις
δεν μπορείς από τώρα κι ομπρός!
Άκου, Θησέα, ποιά των παθών σου η αλήθεια.
Θα σε πονέσω, δίχως να σε σώσω.
Έτρεξα εδώ, του γιου σου ν᾽ αποδείξω
την αγνότητα (κι έτσι ο θάνατός του
να μην τον ατιμάσει) και την τρέλα
1300της Φαίδρας ή, ας το πούμε, το φιλότιμο.
Ξαφνικά τηνε κέντρισε η θεά
που την παραμισούμε όσοι αγαπάμε
την παρθενιά, κι αγάπησε το γιο σου.
Προσπαθούσεν η δόλια να νικήσει
το πάθος με τη φρόνηση, μα η νένα
χωρίς να τη ρωτήσει, πήε στο γιο σου
μεσίτρα της αγάπης, αφού πρώτα
τον όρκισε να το ᾽χει μυστικό.
Κι αυτός, τίμια ψυχή, δεν τονε πάτησε
τον όρκο του κι όταν εσύ τον έβριζες,
γιατί ᾽τανε πιστός και θεοφοβούμενος.
1310Κι αυτή απ᾽ το φόβο μην ξεσκεπαστεί
γράφοντάς σου το ψεύτικό της γράμμα
σ᾽ απάτησε και χάλασες το γιο σου
πιασμένος στην παγίδα της. ΘΗΣ. Αλίμονο!
ΑΡΤ. Σε πληγώνουν τα λόγια μου, Θησέα;
Αλλά βάστα κι ό,τι από δω και πέρα
θ᾽ ακούσεις, πιο πολύ θα σε πληγώσει.
Το ξεχνάς, πως στα χέρια σου κρατούσες
απ᾽ το γονιό σου τρία αληθινά
ταξίματα; Και το ᾽να εσύ, πανάθλιε,
το αμόλυσες ενάντια στο παιδί σου
κι όχι ενάντια σε ξένον; Κι ο πατέρας σου,
ο θαλασσόθεος, βάσταξε το λόγο του
και σου ᾽κανε το θέλημα. Μα ελόγου σου
1320και σ᾽ αυτόν και σε μένα εφάνης φταίχτης,
γιατί δεν επερίμενες απόδειξη
και μάντηδων απόκριση· δεν ξέτασες
το ζήτημα, δεν έβανες καιρό
ν᾽ αποφασίσεις, αλλά στο άψε-σβήσε
το γιο σου εκαταράστης και τον σκότωσες.
ΘΗΣ. Αχ! να πεθάνω θέλω, Δέσποινά μου!
ΑΡΤ. Αμάρτησες βαριά κι ωστόσο ακόμα
μπορείς να βρεις συχώρεσην. Η Κύπρη
τα ᾽θελεν όλα τούτα που γενήκαν,
για να χορτάσει το θυμό της. Νόμος
είναι σ᾽ εμάς τους αθανάτους, όταν
ένας θελήσει κάτι, οι άλλοι ν᾽ απέχουν
1330και να μην αντιπράττουν σ᾽ ό,τι κάνει.
Μάθε το, αν δε φοβόμουνα το Δία,
τέτοια ντροπή ποτές δε θα την πάθαινα:
ν᾽ αφήσω να πεθάνει ο πιο ακριβός μου
άντρας απ᾽ όλους. Κι όσο για το κρίμα σου,
αλαφρώνεται, πρώτα τι δεν ήξερες
την αλήθεια· κατόπι κι η γυναίκα σου
πεθαίνοντας αμίλητη δε σου ᾽δωκε
στοιχεία να κρίνεις κι έτσι την επίστεψες.
Αν απάνω σου πιο πολύ ξεσπάσαν
οι συφορές, κι εμένα με λυπήσαν.
Δε χαίρονται οι θεοί, όντας πεθαίνουν
1340ανθρώποι ευλαβικοί. Μα τους κακούς
τους τιμωρούν και σπίτι και παιδιά.
|