Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (1276-1335)


ΚΛ. ὦ τέκνον, ὦ ξέναι,
οἲ ᾽γὼ θανάτου ‹τοῦ› σοῦ μελέα.
φεύγει σε πατὴρ Ἅιδῃ παραδούς.
ΙΦ. οἲ ᾽γώ, μᾶτερ· ταὐτὸν τόδε γὰρ
1280μέλος εἰς ἄμφω πέπτωκε τύχης,
κοὐκέτι μοι φῶς
οὐδ᾽ ἀελίου τόδε φέγγος.

ἰὼ ἰώ.
νιφόβολον Φρυγῶν νάπος Ἴδας τ᾽ ὄρεα,
1285Πρίαμος ὅθι ποτὲ βρέφος ἁπαλὸν ἔβαλε
ματρὸς ἀποπρὸ νοσφίσας ἐπὶ μόρῳ
θανατόεντι Πάριν, ὃς Ἰδαῖος Ἰ-
1290 δαῖος ἐλέγετ᾽ ἐλέγετ᾽ ἐν Φρυγῶν πόλει,
μή ποτ᾽ ὤφελες τὸν ἀμφὶ
βουσὶ βουκόλον τραφέντ᾽
Ἀλέξανδρον οἰκίσαι
ἀμφὶ τὸ λευκὸν ὕδωρ, ὅθι κρῆναι
1295Νυμφᾶν κεῖνται
λειμών τ᾽ ἔρνεσι θάλλων
χλωροῖς καὶ ῥοδόεντ᾽
ἄνθε᾽ ὑακίνθινά τε θεαῖσι δρέπειν· ἔνθα ποτὲ
1300Παλλὰς ἔμολε καὶ δολιόφρων Κύπρις
Ἥρα θ᾽ Ἑρμᾶς θ᾽, ὁ Διὸς ἄγγελος,
ἃ μὲν ἐπὶ πόθῳ τρυφῶσα
1305Κύπρις, ἃ δὲ δορὶ Παλλάς,
Ἥρα τε Διὸς ἄνακτος
εὐναῖσι βασιλίσιν,
κρίσιν ἐπὶ στυγνὰν ἔριν τε
1309καλλονᾶς, ἐμοὶ δὲ θάνατον—
ὄνομα μὲν φέροντα Δαναΐ-
δαισιν, ὦ κόραι, πρόθυμα δ᾽
ἔλαβεν Ἄρτεμις πρὸς Ἴλιον.
ὁ δὲ τεκών με τὰν τάλαιναν,
ὦ μᾶτερ ὦ μᾶτερ,
οἴχεται προδοὺς ἔρημον.
1315ὦ δυστάλαιν᾽ ἐγώ, πικρὰν
πικρὰν ἰδοῦσα δυσελέναν,
φονεύομαι διόλλυμαι
σφαγαῖσιν ἀνοσίοισιν ἀνοσίου πατρός.
μή μοι ναῶν χαλκεμβολάδων
1320πρύμνας [ἅδ᾽] Αὐλὶς δέξασθαι
τούσδ᾽ εἰς ὅρμους [ἐς Τροίαν]
ὤφελεν ἐλάταν πομπαίαν,
μηδ᾽ ἀνταίαν Εὐρίπῳ
πνεῦσαι πομπὰν Ζεύς, μειλίσσων
1325αὔραν ἄλλοις ἄλλαν θνατῶν
λαίφεσι χαίρειν,
τοῖσι δὲ λύπαν, τοῖσι δ᾽ ἀνάγκαν,
τοῖς δ᾽ ἐξορμᾶν, τοῖς δὲ στέλλειν,
τοῖσι δὲ μέλλειν.
1330ἦ πολύμοχθον ἄρ᾽ ἦν γένος, ἦ πολύμοχθον
ἁμερίων, ‹τὸ› χρεὼν δέ τι δύσποτμον
ἀνδράσιν ἀνευρεῖν.
ἰὼ ἰώ,
μεγάλα πάθεα, μεγάλα δ᾽ ἄχεα
1335Δαναΐδαις τιθεῖσα Τυνδαρὶς κόρα.


ΚΛΥ. Ω παιδάκι μου, ω ξένες μου εσείς!
Συφορά μου, σε χάνω· στον Άδη ο πατέρας σου αφού
σε παράδωσε, φεύγει.
ΙΦΙ. Συφορά μου, μανούλα μου· το ίδιο γοερό
1280και στις δυο μας ταιριάζει τραγούδι·
δε θα υπάρχει για μένα πια φως,
δε θα λάμπει πια ο ήλιος για μένα.

Ω, των Φρυγών
χιονόδαρτο φαράγγι εσύ, κι εσύ, βουνό της Ίδης,
σ᾽ εσάς ο Πρίαμος μια φορά τον Πάρη, τρυφερό
μωρούλι, αφού απ᾽ τη μάνα του τον έστειλε μακριά,
τον έριξε, το θάνατο για νά ᾽βρει.
Τον Πάρη, που μες στων Φρυγών την πόλη
1290Ιδαίο, Ιδαίο τον κράζανε όλοι.
Άμποτε κείνο το μωρό, που ως γελαδάρης
τράνεψε για να γίνει Αλέξαντρος μια μέρα,
λημέρι να μην έβρισκε ποτέ εκεί πέρα
πλάι στ᾽ αργυρό νερό.
Εκεί ᾽ναι βρυσομάνες των Νυμφών
κι ένα με πλούσια βλάστηση χλοερό λιβάδι,
κι άνθη, τριαντάφυλλα και νάρκισσοι,
για να πηγαίνουν θεές να τα μαζεύουν.
Και πήγε εκεί η Παλλάδα μια φορά,
1300πήγε και η Κύπρη η δολερή,
αντάμα κι η Ήρα, μα κι ο Ερμής, του Δία μαντατοφόρος.
Η Κύπρη σαν κυρά καμάρωνε του πόθου,
καμάρωνε η Παλλάδα για το δόρυ της,
και η Ήρα σαν ομόκλινη του βασιλιά του Δία.
Για ξεσυνέριση ομορφιάς,
για κρίση πήγαν μισητή,
για το δικό μου θάνατο…
το θάνατο, κοπέλες μου,
1310που δόξα φέρνει μια φορά στους Δαναούς
κι είναι θυσία στην Άρτεμη για να τους πάει στην Τροία.
Κι ο κύρης μου μ᾽ αρνήθηκε,
μανούλα μου, μανούλα μου,
την άμοιρη έρμη μ᾽ άφησε και πάει.
Αχ δύστυχη είμαι· η άνομη
Ελένη βρέθηκε πικρή, πολύ πικρή για μένα,
και με σκοτώνουν, χάνομαι
με μαχαιριά αθεόφοβη αθεόφοβου πατέρα.
Η Αυλίδα να μην έσωνε
ποτέ μέσα στον κόρφο της
αυτόν το στόλο να δεχτεί,
1320τα πλοία με χάλκινα έμβολα,
που είν᾽ έτοιμα για αρμένισμα·
ω, να μην έστελνε άνεμο
ο Δίας στον Εύριπο αντικρύ,
που αυτός ρυθμίζει τις πνοές
για των ανθρώπων τ᾽ άρμενα
σ᾽ άλλους αλλιώς: δίνει χαρές,
μα δίνει κι έγνοιες και καημούς,
καλό ξεκίνημα σ᾽ αυτούς,
μα και μαϊνάρισμα πανιών κι άργητες δίνει σε άλλους.
1330Βάσανα που έχει, βάσανα
το γένος των εφήμερων,
κι είναι πικρό στον άνθρωπο τη μοίρα του να ξέρει.
Α, του Τυνδάρεου κόρη εσύ,
μεγάλα πάθια στους Δαναούς,
μεγάλες πίκρες έχεις φέρει.