Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (382a-383c)

[382a] Τί δέ; ἦν δ᾽ ἐγώ· ψεύδεσθαι θεὸς ἐθέλοι ἂν ἢ λόγῳ ἢ ἔργῳ φάντασμα προτείνων;
Οὐκ οἶδα, ἦ δ᾽ ὅς.
Οὐκ οἶσθα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι τό γε ὡς ἀληθῶς ψεῦδος, εἰ οἷόν τε τοῦτο εἰπεῖν, πάντες θεοί τε καὶ ἄνθρωποι μισοῦσιν;
Πῶς, ἔφη, λέγεις;
Οὕτως, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι τῷ κυριωτάτῳ που ἑαυτῶν ψεύδεσθαι καὶ περὶ τὰ κυριώτατα οὐδεὶς ἑκὼν ἐθέλει, ἀλλὰ πάντων μάλιστα φοβεῖται ἐκεῖ αὐτὸ κεκτῆσθαι.
Οὐδὲ νῦν πω, ἦ δ᾽ ὅς, μανθάνω.
[382b] Οἴει γάρ τί με, ἔφην, σεμνὸν λέγειν· ἐγὼ δὲ λέγω ὅτι τῇ ψυχῇ περὶ τὰ ὄντα ψεύδεσθαί τε καὶ ἐψεῦσθαι καὶ ἀμαθῆ εἶναι καὶ ἐνταῦθα ἔχειν τε καὶ κεκτῆσθαι τὸ ψεῦδος πάντες ἥκιστα ἂν δέξαιντο, καὶ μισοῦσι μάλιστα αὐτὸ ἐν τῷ τοιούτῳ.
Πολύ γε, ἔφη.
Ἀλλὰ μὴν ὀρθότατά γ᾽ ἄν, ὃ νυνδὴ ἔλεγον, τοῦτο ὡς ἀληθῶς ψεῦδος καλοῖτο, ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἄγνοια ἡ τοῦ ἐψευσμένου· ἐπεὶ τό γε ἐν τοῖς λόγοις μίμημά τι τοῦ ἐν τῇ ψυχῇ ἐστὶν παθήματος καὶ ὕστερον γεγονὸς εἴδωλον, οὐ πάνυ [382c] ἄκρατον ψεῦδος. ἢ οὐχ οὕτω;
Πάνυ μὲν οὖν.
Τὸ μὲν δὴ τῷ ὄντι ψεῦδος οὐ μόνον ὑπὸ θεῶν ἀλλὰ καὶ ὑπ᾽ ἀνθρώπων μισεῖται.
Δοκεῖ μοι.
Τί δὲ δὴ τὸ ἐν τοῖς λόγοις [ψεῦδος]; πότε καὶ τῷ χρήσιμον, ὥστε μὴ ἄξιον εἶναι μίσους; ἆρ᾽ οὐ πρός τε τοὺς πολεμίους καὶ τῶν καλουμένων φίλων, ὅταν διὰ μανίαν ἤ τινα ἄνοιαν κακόν τι ἐπιχειρῶσιν πράττειν, τότε ἀποτροπῆς ἕνεκα ὡς φάρμακον χρήσιμον γίγνεται; καὶ ἐν αἷς νυνδὴ [382d] ἐλέγομεν ταῖς μυθολογίαις, διὰ τὸ μὴ εἰδέναι ὅπῃ τἀληθὲς ἔχει περὶ τῶν παλαιῶν, ἀφομοιοῦντες τῷ ἀληθεῖ τὸ ψεῦδος ὅτι μάλιστα, οὕτω χρήσιμον ποιοῦμεν;
Καὶ μάλα, ἦ δ᾽ ὅς, οὕτως ἔχει.
Κατὰ τί δὴ οὖν τούτων τῷ θεῷ τὸ ψεῦδος χρήσιμον; πότερον διὰ τὸ μὴ εἰδέναι τὰ παλαιὰ ἀφομοιῶν ἂν ψεύδοιτο;
Γελοῖον μεντἂν εἴη, ἔφη.
Ποιητὴς μὲν ἄρα ψευδὴς ἐν θεῷ οὐκ ἔνι.
Οὔ μοι δοκεῖ.
Ἀλλὰ δεδιὼς τοὺς ἐχθροὺς ψεύδοιτο;
[382e] Πολλοῦ γε δεῖ.
Ἀλλὰ δι᾽ οἰκείων ἄνοιαν ἢ μανίαν;
Ἀλλ᾽ οὐδείς, ἔφη, τῶν ἀνοήτων καὶ μαινομένων θεοφιλής.
Οὐκ ἄρα ἔστιν οὗ ἕνεκα ἂν θεὸς ψεύδοιτο.
Οὐκ ἔστιν.
Πάντῃ ἄρα ἀψευδὲς τὸ δαιμόνιόν τε καὶ τὸ θεῖον.
Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη.
Κομιδῇ ἄρα ὁ θεὸς ἁπλοῦν καὶ ἀληθὲς ἔν τε ἔργῳ καὶ λόγῳ, καὶ οὔτε αὐτὸς μεθίσταται οὔτε ἄλλους ἐξαπατᾷ, οὔτε κατὰ φαντασίας οὔτε κατὰ λόγους οὔτε κατὰ σημείων πομπάς, οὔθ᾽ ὕπαρ οὐδ᾽ ὄναρ.
[383a] Οὕτως, ἔφη, ἔμοιγε καὶ αὐτῷ φαίνεται σοῦ λέγοντος.
Συγχωρεῖς ἄρα, ἔφην, τοῦτον δεύτερον τύπον εἶναι ἐν ᾧ δεῖ περὶ θεῶν καὶ λέγειν καὶ ποιεῖν, ὡς μήτε αὐτοὺς γόητας ὄντας τῷ μεταβάλλειν ἑαυτοὺς μήτε ἡμᾶς ψεύδεσι παράγειν ἐν λόγῳ ἢ ἐν ἔργῳ;
Συγχωρῶ.
Πολλὰ ἄρα Ὁμήρου ἐπαινοῦντες, ἀλλὰ τοῦτο οὐκ ἐπαινεσόμεθα, τὴν τοῦ ἐνυπνίου πομπὴν ὑπὸ Διὸς τῷ Ἀγαμέμνονι· οὐδὲ Αἰσχύλου, ὅταν φῇ ἡ Θέτις τὸν Ἀπόλλω ἐν τοῖς αὑτῆς [383b] γάμοις ᾄδοντα «ἐνδατεῖσθαι τὰς ἑὰς εὐπαιδίας»—
νόσων τ᾽ ἀπείρους καὶ μακραίωνας βίους,
ξύμπαντά τ᾽ εἰπὼν θεοφιλεῖς ἐμὰς τύχας
παιᾶν᾽ ἐπηυφήμησεν, εὐθυμῶν ἐμέ.
κἀγὼ τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς στόμα
ἤλπιζον εἶναι, μαντικῇ βρύον τέχνῃ·
ὁ δ᾽, αὐτὸς ὑμνῶν, αὐτὸς ἐν θοίνῃ παρών,
αὐτὸς τάδ᾽ εἰπών, αὐτός ἐστιν ὁ κτανὼν
τὸν παῖδα τὸν ἐμόν—
[383c] ὅταν τις τοιαῦτα λέγῃ περὶ θεῶν, χαλεπανοῦμέν τε καὶ χορὸν οὐ δώσομεν, οὐδὲ τοὺς διδασκάλους ἐάσομεν ἐπὶ παιδείᾳ χρῆσθαι τῶν νέων, εἰ μέλλουσιν ἡμῖν οἱ φύλακες θεοσεβεῖς τε καὶ θεῖοι γίγνεσθαι, καθ᾽ ὅσον ἀνθρώπῳ ἐπὶ πλεῖστον οἷόν τε.
Παντάπασιν, ἔφη, ἔγωγε τοὺς τύπους τούτους συγχωρῶ, καὶ ὡς νόμοις ἂν χρῴμην.

[382a] Μα πώς; θα ήθελε ποτέ ένας θεός να εξαπατήσει ή με λόγο ή με έργο και να παρουσιάζει φαντάσματα του εαυτού του;
Δεν ξέρω.
Δεν ξέρεις πως το αληθινό ψέμα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, το αποστρέφουνται όλοι και θεοί και άνθρωποι;
Πώς το εννοείς αυτό;
Να, έτσι· πως κανείς δεν επιτρέπει με τη θέλησή του να μπαίνει το ψέμα στο σπουδαιότερο μέρος του εαυτού του και αναφορικώς μάλιστα με τα σπουδαιότερα πράγματα, αλλά περισσότερο παρά καθετί άλλο φοβάται να το έχει εκεί μέσα του.
Ούτε τώρα εννόησα περισσότερο.
[382b] Γιατί φαντάζεσαι πως πρόκειται ίσως για τίποτα μυστήρια της αποκαλύψεως· ενώ εγώ λέγω απλούστατα πως, όταν εισχωρήσει μέσα στην ψυχή το ψέμα για ό,τι αφορά την ουσία των όντων και μένει επομένως αυτή στην απάτη και την άγνοια, είναι πράγμα που κανείς ποτέ δε θα μπορούσε να το δεχτεί και πως τίποτα δε μισούν όλοι περισσότερο, παρά να έχουν θρονιασμένο ένα τέτοιο ψέμα μέσα σ᾽ ένα τέτοιο μέρος.
Τα πιστεύω.
Αλλά πολύ σωστά λοιπόν, καθώς έλεγα και πριν, αυτό είναι που θα έπρεπε να ονομάζεται αληθινό ψέμα, η άγνοια δηλαδή που είναι μέσα στην ψυχή του απατημένου· γιατί αυτό που λέμε συνήθως ψέμα είναι μίμησις με λόγια αυτού του παθήματος της ψυχής και όχι [382c] καθαρό ψέμα, αλλά κάτι σαν φάντασμα που γεννιέται κατόπι. Ή δεν είναι έτσι;
Παραείναι μάλιστα.
Το αληθινό λοιπόν ψέμα το μισούν όχι μόνο οι θεοί αλλά και οι άνθρωποι.
Το παραδέχομαι.
Μα πώς; το άλλο, το ψέμα με τα λόγια, πότε και σε ποιόν είναι χρήσιμο, ώστε να μην αξίζει μίσος; Μήπως τάχα στους εχθρούς ή και στους φίλους μας εκείνους, που από τρέλα ή από ανοησία είναι έτοιμοι να κάμουν τίποτα κακό, μπορεί να είναι χρήσιμο σαν προληπτικό φάρμακο; Ή και στα [382d] μυθολογήματα, που λέγαμε πριν, επειδή δεν ξέρομε ποιά ακριβώς είναι η αλήθεια για πράγματα τόσο παλαιά, μήπως, με το να δίνομε στο ψέμα τη μορφή της αλήθειας, το κάνομε έτσι οπωσδήποτε χρήσιμο;
Έτσι πραγματικώς θα είναι.
Σε ποιά όμως απ᾽ αυτές τις περιστάσεις θα ήτανε χρήσιμο το ψέμα στο θεό; μήπως, επειδή δεν γνωρίζει και αυτός τα παλαιά τα πράγματα, θα κατέφευγε στο ψέμα, που θα του έδινε τη μορφή της αλήθειας;
Θα ήταν γελοίο να το φανταστούμε.
Δε γίνεται λοιπόν ο θεός ποιητής ψευτολόγος.
Δε μου φαίνεται.
Αλλά μήπως θα έλεγε ψέματα από φόβο των εχθρών;
[382e] Κάθε άλλο.
Ή μήπως θα τον ανάγκαζε ανοησία ή τρέλα φίλων του;
Μα κανείς ανόητος ή τρελός δεν μπορεί να είναι φίλος του θεού.
Τίποτα λοιπόν δεν υπάρχει που θα έκανε το θεό να πει ψέμα.
Και βέβαια τίποτα.
Κι ούτ᾽ έχει καμιά σχέση ο θεός κι ό,τι είναι θεϊκό με το ψέμα.
Απολύτως καμιά.
Ώστε είναι ο θεός ολότελα απλός και αληθινός και στα έργα και στα λόγια, κι ούτε ο ίδιος παίρνει ξένη μορφή ούτε άλλους ξεγελά ούτε με λόγια ούτε με σημεία, που τους στέλνει τάχα, ούτε στον ύπνο ούτε στον ξύπνο τους.
[383a] Κι εγώ είμαι σύμφωνος όπως τα λες.
Εγκρίνεις λοιπόν και τον δεύτερο αυτό τύπο, που σύμφωνα μ᾽ αυτόν πρέπει και να μιλούμε και να γράφομε για τους θεούς, πως δηλαδή ούτε οι ίδιοι είναι μάγοι θαυματοποιοί, ώστε να μεταμορφώνουν τους εαυτούς των, ούτε μας απατούν και μας με ψεύτικα λόγια ή έργα;
Τον εγκρίνω.
Ώστε, αν και πολλά άλλα επαινούμε του Ομήρου, αυτό όμως δε θα του το επαινέσομε, για το όνειρο που έστειλε τάχα ο Δίας στον Αγαμέμνονα· ούτε και του Αισχύλουεκεί που λέγει η Θέτις , [383b] πως της έψαλε ο Απόλλων στους γάμους της:
μάνα παιδιών ευτυχισμένη,
που αρρώστια δε θα δουν και χρόνια πολλά θα ᾽χουν.
Η αγάπη των θεών θα μου χαρίζει πάντα
μοίρα, μου ᾽πε, χρυσή· κι έκρουξε τον παιάνα
και γιόμισε χαρά κι ελπίδες την ψυχή μου,
γιατί δεν πίστευα ποτέ πως θά ᾽βγει ψέμα
από το στόμα του θεού της μαντοσύνης·
μα αυτός ο ίδιος πὄψαλλε, αυτός ο ίδιος
πού ητανε στο τραπέζι, αυτός που τα ᾽πε ο ίδιος
αυτός είναι που σκότωσε το γιο μου…
[383c] όταν κανείς μάς λέγει τέτοια για τους θεούς, θα του γυρίσομε τις πλάτες και δε θα του δώσομε τα ψαλτικά του, ούτε και στους δασκάλους θα επιτρέψομε να τα μεταχειρίζουνται για την ανατροφή των παιδιών, αν εννοούμε οι φύλακές μας να γίνουν θεοσεβείς και με τους θεούς όμοιοι όσο περισσότερο είναι δυνατό αυτό για άνθρωπο.
Εγκρίνω κι εγώ, είπε, αυτούς τους τύπους και θα τους εφάρμοζα σα νόμους.