[5.1] Κάποιοι κάνουν ιδιαίτερη αναφορά σε κάποια συνάντηση του Ανάχαρση καθώς και του Θαλή με τον Σόλωνα, όπως επίσης και σε κάποιες συζητήσεις που είχαν μεταξύ τους. [5.2] Λένε πως, όταν ο Ανάχαρσης είχε επισκεφτεί την Αθήνα, είχε χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού του Σόλωνα λέγοντας ότι είναι ξένος και έχει έρθει για να γίνει φίλος του και να φιλοξενηθεί από αυτόν. Όταν ο Σόλων του απάντησε ότι είναι προτιμότερο να δημιουργεί κανείς φιλίες στην πατρίδα του, ο Ανάχαρσης του είπε: «τότε, αφού εσύ είσαι στην πατρίδα σου, κάνε φιλία με εμένα και φιλοξένησέ με». [5.3] Ο Σόλων θαύμασε την εξυπνάδα του ανδρός με την απάντηση που του έδωσε, τον υποδέχτηκε εγκάρδια στο σπίτι του και τον κράτησε κοντά του για κάποιο διάστημα. Αυτά γινόταν σε εποχή που ήδη είχε αρχίσει ο Σόλων να ασχολείται με την πολιτική και να συντάσσει τους νόμους. [5.4] Όταν λοιπόν το έμαθε ο Ανάχαρσης γέλασε με αυτές τις ασχολίες του Σόλωνα, που πίστευε ότι θα περιόριζε τις αδικίες και την απληστία των συμπολιτών του με γραπτές διατάξεις, που δεν διαφέρουν καθόλου από τον ιστό της αράχνης, αλλά, όπως εκείνος, θα συγκρατήσουν τα ασθενικά και αδύναμα άτομα, αλλά θα σπάσουν κάτω από την πίεση των ισχυρών και πλουσίων. [5.5] Σε αυτά τα λόγια του Ανάχαρση λένε πως ο Σόλων απάντησε ότι οι άνθρωποι τηρούν τις συμφωνίες εκείνες που σε κανέναν από τους συμβαλλομένους δεν συμφέρει να τις παραβιάζει, και ότι αυτός προσαρμόζει τους νόμους προς τα συμφέροντα των συμπολιτών του με τέτοιο τρόπο, ώστε να δείξει σε όλους ότι το να ενεργούν σύμφωνα με τη δικαιοσύνη είναι προτιμότερο από το να παρανομούν. [5.6] Τα πράγματα όμως εξελίχτηκαν μάλλον όπως είχε συμπεράνει ο Ανάχαρσης παρά όπως έλπιζε και υπολόγιζε ο Σόλων. Παραβρέθηκε ο Ανάχαρσης σε μια συνέλευση του λαού της Αθήνας και εκείνο που του έκανε εντύπωση ήταν, έλεγε, ότι στους Έλληνες, ενώ μιλούν οι σοφοί, αποφασίζουν οι άσχετοι. [6.1] Όταν κάποτε ο Σόλων επισκέφτηκε τον Θαλή στη Μίλητο, του εξέφρασε την απορία του, που είχε αδιαφορήσει εντελώς να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. Ο Θαλής δεν του απάντησε τότε αμέσως, αλλά, αφήνοντας να περάσουν λίγες ημέρες, του παρουσίασε έναν ξένο, που έλεγε ότι τάχα μόλις είχε έρθει από την Αθήνα ύστερα από ταξίδι δέκα ημερών. [6.2] Όταν ο Σόλων ζήτησε να μάθει αν έφερνε κανένα νέο από την Αθήνα, δασκαλεμένος ο άνθρωπος για όσα έπρεπε να πει, «τίποτε το καινούριο» απάντησε «εκτός, μά τον Δία, από την κηδεία ενός νέου, που παρακολούθησε όλη η πόλη. [6.3] Γιατί ήταν γιος, όπως έλεγαν, σπουδαίου άνδρα, που στην αρετή κατείχε την πρώτη θέση μεταξύ των συμπολιτών του· έλεγαν όμως ότι δεν παρευρισκόταν στην κηδεία, αλλά ότι έλειπε από την Αθήνα πολύν καιρό». [6.4] «Ω ο δυστυχής εκείνος» είπε ο Σόλων· «πώς τον έλεγαν;». «Άκουσα» είπε «το όνομά του, αλλά δεν το συγκράτησα· θυμάμαι μόνο ότι γινόταν πολύς λόγος για τη σοφία και τη δικαιοσύνη του». [6.5] Καθώς με τον τρόπο αυτόν ύστερα από κάθε απάντηση του ξένου όλο και μεγάλωνε ο φόβος του Σόλωνα και τελικά είχε ήδη συγκλονιστεί, υπέβαλε ο ίδιος στον ξένο το όνομα, ρωτώντας τον μήπως ο νεκρός ήταν γιος του Σόλωνα. [6.6] Όταν ο άνθρωπος απάντησε καταφατικά, ο Σόλων δεν κρατήθηκε και άρχισε να χτυπά το κεφάλι του και να κάνει και να λέει όσα συμβαίνουν σ᾽ αυτούς που πέφτουν σε τέτοιες συμφορές. Τότε ο Θαλής τον κράτησε και γελώντας τού είπε: «αυτά είναι, Σόλωνα, που με κρατούν μακριά από το γάμο και από την απόκτηση παιδιών, που ακόμη και εσένα με τον χαλύβδινο χαρακτήρα σε κάνουν ερείπιο. Μην ανησυχείς όμως γι᾽ αυτά που είπε ο ξένος, γιατί δεν είναι αληθινά». [6.7] Αυτά λοιπόν, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ερμίππου, ιστορεί ο Πάταικος, που ισχυριζόταν ότι στο πρόσωπό του είχε μετεμψυχωθεί ο Αίσωπος.
|