[10] Όλα αυτά οι περισσότεροι τα έχουν ενστερνιστεί με τέτοια βεβαιότητα, ώστε όταν πεθάνει κάποιος από τους δικούς τους, πρώτα απ᾽ όλα φέρνουν έναν οβολό και τον τοποθετούν στο στόμα του, για να αποτελέσει την αμοιβή του περαματάρη για το ταξίδι, χωρίς να εξετάσουν προηγουμένως ποιό νόμισμα ισχύει και κυκλοφορεί στους κάτω, κι αν περνάει σ᾽ εκείνους ο Αττικός ή ο Μακεδονικός ή ο Αιγινήτικος οβολός, ούτε ότι θα ήταν πολύ καλύτερο να μην έχουν να πληρώσουν τα ναύλα· γιατί έτσι, αν δεν τους παραλάμβανε ο περαματάρης, θα στέλνονταν πάλι πίσω και θα ξαναγύριζαν στη ζωή. [11] Έπειτα τους λούζουν, σαν να μη φτάνει η λίμνη του κάτω κόσμου για το λουτρό των κατοίκων του, και αλείφουν με το καλύτερο άρωμα το σώμα τους, που ήδη αρχίζει να αποσυντίθεται με δυσοσμία, τους στεφανώνουν με όμορφα λουλούδια και τους εκθέτουν, αφού πρώτα τους ντύσουν με ρούχα εντυπωσιακά, προφανώς για να μην κρυώνουν στον δρόμο και για να μην τους βλέπει γυμνούς ο Κέρβερος. [12] Ακολουθούν θρηνωδίες και στριγκλίσματα από τις γυναίκες, και δάκρυα από όλους, και στήθη που χτυπιούνται, και μαλλιά που ξεριζώνονται, και μάγουλα που γδέρνονται και ματώνουν· σε κάποιες περιπτώσεις και ρούχα ξεσχίζονται και το κεφάλι πασπαλίζεται με σκόνη, και οι ζωντανοί είναι πιο αξιολύπητοι από τον νεκρό: κυλιούνται κάτω ξανά και ξανά, και χτυπούνε το κεφάλι τους στο έδαφος, ενώ εκείνος, ευπαρουσίαστος και όμορφος και στεφανωμένος με το παραπάνω, είναι εκτεθειμένος σε υπερυψωμένο σημείο και επιβλητικός, σαν να έχει στολιστεί για παρέλαση. [13] Έπειτα η μητέρα ή και, μά τον Δία, ο πατέρας προβάλλει ανάμεσα από τους συγγενείς, τον αγκαλιάζει —ας πούμε ότι είναι εκτεθειμένος κάποιος νέος και ωραίος, για να είναι εντονότερο το σχετικό δράμα— και αρχίζει να βγάζει παράξενες και ανώφελες κραυγές, στις οποίες ο ίδιος ο νεκρός θα μπορούσε να απαντήσει, αν αποκτούσε φωνή. Θα έλεγε δηλαδή ο πατέρας, μιλώντας με αναφιλητά και με μακρόσυρτη την κάθε του λέξη: «Πολυαγαπημένο μου παιδί, μου έφυγες και πέθανες και σ᾽ άρπαξε πρόωρα ο Χάρος, κι εμένα τον δύστυχο με άφησες μονάχο, χωρίς να παντρευτείς, χωρίς να κάνεις παιδιά, χωρίς να πας στρατιώτης, χωρίς να καλλιεργήσεις τη γη, χωρίς να φτάσεις στα γεράματα. Δεν θα γλεντοκοπήσεις άλλο, ούτε θα ερωτευτείς, παιδί μου, ούτε θα ξαναμεθύσεις στα συμπόσια με τους συνομηλίκους σου». [14] Αυτά θα έλεγε και άλλα παρόμοια, νομίζοντας ότι ο γιος του τα χρειάζεται ακόμη όλα αυτά και τα λαχταράει μετά τον θάνατό του, αλλά δεν μπορεί να τα χαρεί. Αλλά τί λέω; Πόσοι και πόσοι δεν έσφαξαν πάνω στους νεκρούς άλογα και παλλακίδες, μερικοί ακόμη και οινοχόους, και έκαψαν μαζί τους τα ρούχα και τα άλλα στολίδια τους ή τα έθαψαν μαζί με τους νεκρούς, σαν να μπορούσαν εκείνοι να τα χρησιμοποιήσουν και να τα ευχαριστηθούν εκεί κάτω; [15] Ο γέροντας λοιπόν, που θρηνεί με αυτόν τον τρόπο, δεν φαίνεται να διεκτραγωδεί όλα όσα είπα προηγουμένως, και ακόμη περισσότερα, ούτε για χάρη του παιδιού του —γιατί ξέρει ότι δεν πρόκειται να τον ακούσει ούτε κι αν φωνάξει δυνατότερα κι από τον Στέντορα— ούτε βέβαια για τον εαυτό του· αυτή τη σκέψη και τη γνώμη θα μπορούσε να την έχει και χωρίς τις κραυγές, μια και κανείς φυσικά δεν χρειάζεται να κραυγάζει στον εαυτό του. Το μόνο που μένει, λοιπόν, είναι ότι λέει αυτές τις ανοησίες για χάρη των παρευρισκομένων, χωρίς να γνωρίζει ούτε τί έχει πάθει το παιδί του ούτε πού έχει πάει, κι ακόμη περισσότερο, χωρίς να εξετάσει καθόλου τί είναι η ίδια η ζωή· αλλιώς δεν θα δυσφορούσε για την απομάκρυνση απ᾽ αυτήν, σαν να πρόκειται για κάτι το φοβερό.
|