[6] Αφού λοιπόν διαψεύστηκε κι αυτή η ελπίδα μου, στενοχωριόμουν ακόμη περισσότερο, αν και παρηγορούσα σιωπηλά τον εαυτό μου ότι μαζί με πολλούς σοφούς και εξαιρετικά φημισμένους για τη σύνεσή τους είμαι κι εγώ ανόητος και τριγυρνώ αγνοώντας ακόμη την αλήθεια. Καθώς λοιπόν κάποτε ξαγρυπνούσα γι᾽ αυτά τα πράγματα, αποφάσισα να πάω στη Βαβυλώνα και να παρακαλέσω κάποιον από τους μάγους, τους μαθητές και διαδόχους του Ζωροάστρη. Μου είχαν πει ότι αυτοί με ξόρκια και με κάποιες τελετές ανοίγουν τις πύλες του Άδη και κατεβάζουν με ασφάλεια κάτω οποιονδήποτε θέλουν, και έπειτα τον ξαναφέρνουν πάλι πίσω. Θεωρούσα λοιπόν ότι το καλύτερο θα ήταν να κανονίσω με κάποιον απ᾽ αυτούς την κάθοδό μου και να πάω να βρω τον Τειρεσία από τη Βοιωτία, για να μάθω από εκείνον, μια και ήταν μάντης και σοφός, ποιός είναι ο σωστότερος τρόπος ζωής και ποιόν θα έπρεπε να διαλέξει ένας λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος. Πετάχτηκα λοιπόν επάνω και ξεκίνησα όσο μπορούσα γρηγορότερα κατευθείαν για τη Βαβυλώνα. Όταν έφτασα εκεί, γνωρίστηκα με κάποιον από τους Χαλδαίους, έναν άνθρωπο σοφό και με θεόσταλτες ικανότητες, ασπρομάλλη, με μια πολύ σεβάσμια γενειάδα, που το όνομά του ήτανε Μιθροβαρζάνης. Τον θερμοπαρακάλεσα και τον ικέτεψα, και μόλις και μετά βίας κατάφερα, με όση αμοιβή θα ήθελε, να με καθοδηγήσει στον δρόμο. [7] Ο άνθρωπος αυτός με πήρε και, πρώτα απ᾽ όλα, επί είκοσι εννέα ημέρες, αρχίζοντας με τη νέα σελήνη, με κατέβαζε από τα χαράματα στον Ευφράτη και με έλουζε έχοντάς με στραμμένο προς τον ήλιο που ανέτελλε, ενώ ταυτόχρονα απάγγελλε έναν μακροσκελή λόγο, που δεν τον άκουγα και πολύ καθαρά, επειδή μιλούσε κάπως βιαστικά και μπερδεμένα, όπως οι κακοί εκφωνητές στους αγώνες. Φαινόταν όμως να επικαλείται κάποιους ιερούς δαίμονες. Έπειτα λοιπόν από το ξόρκι με έφτυνε τρεις φορές στο πρόσωπο και επέστρεφε πίσω χωρίς να γυρνάει να κοιτάξει κανέναν από όσους συναντούσε. Τροφή μας ήτανε τα φρούτα, ποτό μας το γάλα και το νερόμελο και το νερό του ποταμού Χοάσπη, και το κρεβάτι μας ήταν στο ύπαιθρο πάνω στο χορτάρι. Όταν η διαιτητική προετοιμασία ήταν πια αρκετή, με πήγε γύρω στα μεσάνυχτα στον ποταμό Τίγρη, μου έκανε καθαρμό και με σκούπισε και με εξάγνισε ολόγυρα με δαδί και σκιλλοκρόμμυδο και άλλα διάφορα, μουρμουρίζοντας συγχρόνως και εκείνο το ξόρκι. Έπειτα με καταμάγεψε ολόκληρο και έκανε κύκλους περπατώντας ολόγυρά μου, για να μη με βλάπτουν τα φαντάσματα, και με ξαναγύρισε στο σπίτι, έτσι όπως ήμουν, βάζοντάς με να περπατάω ανάποδα προς τα πίσω. Από κει και πέρα φροντίζαμε πια μόνο για το ταξίδι μας. [8] Αυτός λοιπόν ντύθηκε με μια μαγική στολή που έμοιαζε πολύ με τη μηδική, ενώ εμένα με εξόπλισε με αυτά εδώ, τον ταξιδιωτικό σκούφο και το δέρμα του λιονταριού κι ακόμη τη λύρα, και με δασκάλεψε, αν κανένας με ρωτήσει το όνομά μου, να μην πω «Μένιππος», αλλά «Ηρακλής» ή «Οδυσσέας» ή «Ορφέας». ΦΙΛΟΣ Και γιατί αυτό, Μένιππε; Δεν καταλαβαίνω την αιτία ούτε της εμφάνισης ούτε των ονομάτων. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Κι όμως, αυτό τουλάχιστον είναι ολοφάνερο και δεν είναι εντελώς απόρρητο. Επειδή αυτοί είχαν κατεβεί πριν από εμάς ζωντανοί στον Άδη, νόμιζε ότι, αν με έκανε να μοιάζω σ᾽ αυτούς, εύκολα θα μπορούσα να ξεφύγω από την προσοχή της φρουράς του Αιακού και να περάσω χωρίς προβλήματα, μια και θα φαινόμουν σαν παλιός γνώριμος, καθώς θα με προωθούσε η επιβλητική μου εμφάνιση.
|