Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ποιητική (1448b-1449a)

[IV] Ἐοίκασι δὲ γεννῆσαι μὲν ὅλως τὴν ποιητικὴν αἰτίαι δύο τινὲς καὶ αὗται φυσικαί. τό τε γὰρ μιμεῖσθαι σύμφυτον τοῖς ἀνθρώποις ἐκ παίδων ἐστὶ καὶ τούτῳ διαφέρουσι τῶν ἄλλων ζῴων ὅτι μιμητικώτατόν ἐστι καὶ τὰς μαθήσεις ποιεῖται διὰ μιμήσεως τὰς πρώτας, καὶ τὸ χαίρειν τοῖς μιμήμασι πάντας. σημεῖον δὲ τούτου τὸ συμβαῖνον ἐπὶ τῶν ἔργων· ἃ γὰρ αὐτὰ λυπηρῶς ὁρῶμεν, τούτων τὰς εἰκόνας τὰς μάλιστα ἠκριβωμένας χαίρομεν θεωροῦντες, οἷον θηρίων τε μορφὰς τῶν ἀτιμοτάτων καὶ νεκρῶν. αἴτιον δὲ καὶ τούτου, ὅτι μανθάνειν οὐ μόνον τοῖς φιλοσόφοις ἥδιστον ἀλλὰ καὶ τοῖς ἄλλοις ὁμοίως, ἀλλ᾽ ἐπὶ βραχὺ κοινωνοῦσιν αὐτοῦ. διὰ γὰρ τοῦτο χαίρουσι τὰς εἰκόνας ὁρῶντες, ὅτι συμβαίνει θεωροῦντας μανθάνειν καὶ συλλογίζεσθαι τί ἕκαστον, οἷον ὅτι οὗτος ἐκεῖνος· ἐπεὶ ἐὰν μὴ τύχῃ προεωρακώς, οὐχ ᾗ μίμημα ποιήσει τὴν ἡδονὴν ἀλλὰ διὰ τὴν ἀπεργασίαν ἢ τὴν χροιὰν ἢ διὰ τοιαύτην τινὰ ἄλλην αἰτίαν. κατὰ φύσιν δὲ ὄντος ἡμῖν τοῦ μιμεῖσθαι καὶ τῆς ἁρμονίας καὶ τοῦ ῥυθμοῦ (τὰ γὰρ μέτρα ὅτι μόρια τῶν ῥυθμῶν ἐστι φανερὸν) ἐξ ἀρχῆς οἱ πεφυκότες πρὸς αὐτὰ μάλιστα κατὰ μικρὸν προάγοντες ἐγέννησαν τὴν ποίησιν ἐκ τῶν αὐτοσχεδιασμάτων. διεσπάσθη δὲ κατὰ τὰ οἰκεῖα ἤθη ἡ ποίησις· οἱ μὲν γὰρ σεμνότεροι τὰς καλὰς ἐμιμοῦντο πράξεις καὶ τὰς τῶν τοιούτων, οἱ δὲ εὐτελέστεροι τὰς τῶν φαύλων, πρῶτον ψόγους ποιοῦντες, ὥσπερ ἕτεροι ὕμνους καὶ ἐγκώμια. τῶν μὲν οὖν πρὸ Ὁμήρου οὐδενὸς ἔχομεν εἰπεῖν τοιοῦτον ποίημα, εἰκὸς δὲ εἶναι πολλούς, ἀπὸ δὲ Ὁμήρου ἀρξαμένοις ἔστιν, οἷον ἐκείνου ὁ Μαργίτης καὶ τὰ τοιαῦτα. ἐν οἷς κατὰ τὸ ἁρμόττον καὶ τὸ ἰαμβεῖον ἦλθε μέτρον — διὸ καὶ ἰαμβεῖον καλεῖται νῦν, ὅτι ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους. καὶ ἐγένοντο τῶν παλαιῶν οἱ μὲν ἡρωικῶν οἱ δὲ ἰάμβων ποιηταί. ὥσπερ δὲ καὶ τὰ σπουδαῖα μάλιστα ποιητὴς Ὅμηρος ἦν (μόνος γὰρ οὐχ ὅτι εὖ ἀλλὰ καὶ μιμήσεις δραματικὰς ἐποίησεν), οὕτως καὶ τὸ τῆς κωμῳδίας σχῆμα πρῶτος ὑπέδειξεν, οὐ ψόγον ἀλλὰ τὸ γελοῖον δραματοποιήσας· ὁ γὰρ Μαργίτης ἀνάλογον ἔχει, ὥσπερ Ἰλιὰς [1449a] καὶ ἡ Ὀδύσσεια πρὸς τὰς τραγῳδίας, οὕτω καὶ οὗτος πρὸς τὰς κωμῳδίας. παραφανείσης δὲ τῆς τραγῳδίας καὶ κωμῳδίας οἱ ἐφ᾽ ἑκατέραν τὴν ποίησιν ὁρμῶντες κατὰ τὴν οἰκείαν φύσιν οἱ μὲν ἀντὶ τῶν ἰάμβων κωμῳδοποιοὶ ἐγένοντο, οἱ δὲ ἀντὶ τῶν ἐπῶν τραγῳδοδιδάσκαλοι, διὰ τὸ μείζω καὶ ἐντιμότερα τὰ σχήματα εἶναι ταῦτα ἐκείνων. τὸ μὲν οὖν ἐπισκοπεῖν εἰ ἄρα ἔχει ἤδη ἡ τραγῳδία τοῖς εἴδεσιν ἱκανῶς ἢ οὔ, αὐτό τε καθ᾽ αὑτὸ κρῖναι καὶ πρὸς τὰ θέατρα, ἄλλος λόγος. γενομένη δ᾽ οὖν ἀπ᾽ ἀρχῆς αὐτοσχεδιαστικῆς —καὶ αὐτὴ καὶ ἡ κωμῳδία, καὶ ἡ μὲν ἀπὸ τῶν ἐξαρχόντων τὸν διθύραμβον, ἡ δὲ ἀπὸ τῶν τὰ φαλλικὰ ἃ ἔτι καὶ νῦν ἐν πολλαῖς τῶν πόλεων διαμένει νομιζόμενα— κατὰ μικρὸν ηὐξήθη προαγόντων ὅσον ἐγίγνετο φανερὸν αὐτῆς· καὶ πολλὰς μεταβολὰς μεταβαλοῦσα ἡ τραγῳδία ἐπαύσατο, ἐπεὶ ἔσχε τὴν αὑτῆς φύσιν. καὶ τό τε τῶν ὑποκριτῶν πλῆθος ἐξ ἑνὸς εἰς δύο πρῶτος Αἰσχύλος ἤγαγε καὶ τὰ τοῦ χοροῦ ἠλάττωσε καὶ τὸν λόγον πρωταγωνιστεῖν παρεσκεύασεν· τρεῖς δὲ καὶ σκηνογραφίαν Σοφοκλῆς. ἔτι δὲ τὸ μέγεθος· ἐκ μικρῶν μύθων καὶ λέξεως γελοίας διὰ τὸ ἐκ σατυρικοῦ μεταβαλεῖν ὀψὲ ἀπεσεμνύνθη, τό τε μέτρον ἐκ τετραμέτρου ἰαμβεῖον ἐγένετο. τὸ μὲν γὰρ πρῶτον τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν ποίησιν, λέξεως δὲ γενομένης αὐτὴ ἡ φύσις τὸ οἰκεῖον μέτρον εὗρε· μάλιστα γὰρ λεκτικὸν τῶν μέτρων τὸ ἰαμβεῖόν ἐστιν· σημεῖον δὲ τούτου, πλεῖστα γὰρ ἰαμβεῖα λέγομεν ἐν τῇ διαλέκτῳ τῇ πρὸς ἀλλήλους, ἑξάμετρα δὲ ὀλιγάκις καὶ ἐκβαίνοντες τῆς λεκτικῆς ἁρμονίας. ἔτι δὲ ἐπεισοδίων πλήθη. καὶ τὰ ἄλλ᾽ ὡς ἕκαστα κοσμηθῆναι λέγεται ἔστω ἡμῖν εἰρημένα· πολὺ γὰρ ἂν ἴσως ἔργον εἴη διεξιέναι καθ᾽ ἕκαστον.

[4] Φαίνεται ότι γενικά η ποίηση οφείλει την αρχή της σε δύο αιτίες — και τις δυο τους φυσικές. Η μίμηση, πράγματι, είναι σύμφυτη στους ανθρώπους από την παιδική τους κιόλας ηλικία: αυτό που κάνει τους ανθρώπους να διαφέρουν από τα άλλα ζώα είναι τούτο, ότι ο άνθρωπος είναι το πιο μιμητικό πλάσμα του κόσμου, και τις πρώτες γνώσεις του τις αποκτά με τη μίμηση. Εκτός αυτού τα προϊόντα της μίμησης προκαλούν ευχαρίστηση σε όλους τους ανθρώπους — απόδειξη αυτό που συμβαίνει στην πράξη: πράγματα που μας προκαλούν δυσαρέσκεια όταν τα βλέπουμε μπροστά μας, μας προκαλούν ευχαρίστηση όταν αντικρίζουμε τις πιο ακριβείς απεικονίσεις τους· έτσι δεν συμβαίνει, π.χ., με τις εικόνες ευτελέστατων ζώων ή νεκρών; Αυτού, πάλι, του πράγματος η αιτία είναι το ότι η γνώση και η κατανόηση των πραγμάτων δεν είναι κάτι το εξαιρετικά ευχάριστο μόνο στους φιλοσόφους, αλλά το ίδιο και σε όλους τους άλλους ανθρώπους, αυτοί όμως έχουν λίγη μόνο μετοχή σ᾽ αυτήν. Ο λόγος που ευχαριστιούνται βλέποντας τις εικόνες είναι ότι την ώρα που τις βλέπουν αρχίζουν να κατανοούν και να ανακαλύπτουν τι είναι το κάθε πράγμα, π.χ. ότι αυτός εκεί ο άνθρωπος είναι ο τάδε. Γιατί αν ένας δεν έχει δει το πράγμα πιο μπροστά, την ευχαρίστηση δεν θα του την προκαλέσει η εικόνα ως προϊόν μίμησης· η ευχαρίστησή του θα οφείλεται στην τεχνική της εκτέλεσης ή στο χρώμα ή σε κάποιαν άλλη τέτοια αιτία.
Αφού λοιπόν η μίμηση είναι κάτι βαλμένο μέσα μας από τη φύση, όπως επίσης και η αίσθηση της αρμονίας και του ρυθμού (είναι φανερό ότι τα μέτρα είναι μόρια των ρυθμών), όσοι ήταν από μιας αρχής ιδιαίτερα προικισμένοι σ᾽ αυτά τα πράγματα από τη φύση, προάγοντάς τα —σιγά σιγά— δημιούργησαν από τα αρχικά αυτοσχεδιάσματα την ποίηση.
Η ποίηση, πάντως, δεν άργησε να διασπασθεί σύμφωνα με τον χαρακτήρα των επιμέρους ποιητών: οι σοβαρότεροι από αυτούς παρουσίαζαν στην ποίησή τους τις ωραίες και ευγενείς πράξεις, καθώς και τις πράξεις των ωραίων και ευγενών ανθρώπων, ενώ οι κατώτεροι τις πράξεις των μικρότερης αξίας ανθρώπων: στην αρχή οι δεύτεροι έγραφαν ποιήματα με επικριτικό και υβριστικό περιεχόμενο, ενώ οι πρώτοι ποιήματα με υμνητικό και εγκωμιαστικό περιεχόμενο. Πριν λοιπόν από τον Όμηρο δεν έχουμε να πούμε το όνομα ούτε ενός ποιητή τέτοιου ποιήματος, είναι όμως λογικό να δεχτούμε ότι υπήρχαν πολλοί. Αντίθετα, από τον Όμηρο και ύστερα μπορούμε να αναφέρουμε τέτοια ποιήματα· επιπαραδείγματι τον Μαργίτη του Ομήρου και όλα τα παρόμοια ποιήματα. Σ᾽ αυτά τα ποιήματα ήρθε από μόνο του σε χρήση και το πιο ταιριαστό μέτρο, που είναι το ιαμβικό (γι᾽ αυτό και εξακολουθεί να λέγεται ως σήμερα ιαμβικό το μέτρο αυτό, επειδή με αυτό το μέτρο ιάμβιζαν ο ένας τον άλλον), και έτσι κάποιοι από τους παλαιούς ποιητές έγραφαν πια ηρωικούς και κάποιοι άλλοι ιαμβικούς στίχους. Και όπως ο Όμηρος ήταν ο κατεξοχήν ποιητής στο είδος της σοβαρής ποίησης (δεν υπήρξε, πράγματι, απλά και μόνο ωραίων ποιημάτων δημιουργός, αλλά έκανε και δραματικού χαρακτήρα μιμήσεις στην ποίησή του), έτσι υπήρξε και ο πρώτος που υπέδειξε τις γενικές γραμμές της κωμωδίας δραματοποιώντας όχι τον ψόγο, αλλά το γελοίο. Σε όποια δηλαδή σχέση βρίσκεται η Ιλιάδα [1449a] και η Οδύσσεια προς τις τραγωδίες, στην ίδια σχέση βρίσκεται και ο Μαργίτης προς τις κωμωδίες. Και όταν έκαναν την εμφάνισή τους η τραγωδία και η κωμωδία, από όλους αυτούς που, ανάλογα με τη φύση του ο καθένας, είχαν κλίση προς το ένα ή προς το άλλο είδος ποίησης, μερικοί έγιναν ποιητές κωμωδιών από ποιητές ιαμβικών ποιημάτων που ήταν, και άλλοι, από ποιητές επών που ήταν, έγιναν ποιητές τραγωδιών· ο λόγος ήταν ότι τα καινούργια αυτά είδη ήταν σημαντικότερα από εκείνα και τα τιμούσαν πιο πολύ.
Το ερώτημα αν έχει πια ολοκληρωθεί η εξέλιξη της τραγωδίας ως προς όλα αυτά που αποτελούν στοιχεία της γενικότερης φυσιογνωμίας της ή μήπως όχι, καθώς και η διερεύνηση του ζητήματος αυτού όχι μόνο από καθαρά θεωρητική άποψη αλλά και ενσχέσει με τη σκηνική της παρουσίαση, όλα αυτά είναι αντικείμενο άλλης έρευνας.
Ενώ λοιπόν η τραγωδία, αλλά και η κωμωδία, ξεκίνησε, στην αρχή αρχή, με αυτοσχεδιασμούς (η τραγωδία με τους ἐξάρχοντες στον διθύραμβο και η κωμωδία με τους ἐξάρχοντες στα φαλλικά τραγούδια που και σήμερα ακόμη διατηρούνται, ως καθιερωμένη πια γιορτή, σε πολλές πόλεις), σιγά σιγά άρχισε να παρουσιάζει πρόοδο, καθώς οι ποιητές εξέλισσαν και ανέπτυσσαν όποιο μέρος της αποκαλυπτόταν, ώσπου, αφού πέρασε από πολλές μεταβολές, έπαψε να εξελίσσεται, μια και πήρε πια τη φυσική της μορφή. Έτσι: Πρώτος ο Αισχύλος ανέβασε τον αριθμό των υποκριτών από έναν σε δύο, μείωσε το μέρος του Χορού και έκανε τον διάλογο πρωταγωνιστή. Ο Σοφοκλής έκανε τρεις τους υποκριτές και εισήγαγε τη σκηνογραφία. Αλλά και ως προς το «μέγεθός» της: από τις αρχικά μικρές ιστορίες και από τον αρχικά ευτράπελο λόγο (εξαιτίας του ότι εξελίχθηκε από μια σατυρική φάση) πήρε κάποτε τον σοβαρό της χαρακτήρα — χρειάστηκε, φυσικά, να περάσει γι᾽ αυτό αρκετός καιρός. Το μέτρο επίσης: από (τροχαϊκό) τετράμετρο που ήταν έγινε ιαμβικό (τρίμετρο). Στην αρχή, πράγματι, χρησιμοποιούσαν τον (τροχαϊκό) τετράμετρο στίχο επειδή η ποίηση ήταν σατυρικού τύπου και είχε περισσότερη όρχηση· με την ανάπτυξη όμως του διαλόγου η ίδια η φύση βρήκε το μέτρο που της ταίριαζε. Πραγματικά, το ιαμβικό είναι από όλα τα μέτρα το πιο κατάλληλο για τον διάλογο· ιδού και η απόδειξη: συζητώντας μεταξύ μας λέμε πάρα πολλούς ιαμβικούς στίχους, ενώ σπάνια λέμε (δακτυλικούς) εξάμετρους στίχους (και αυτούς, μόνο όταν θέλουμε να βγούμε από τον συνήθη τόνο της συνομιλίας). Τέλος είναι η αύξηση του αριθμού των επεισοδίων, καθώς και όλα τα άλλα, με τα οποία, όπως λένε, η τραγωδία έγινε πλουσιότερη: εμείς ας θεωρήσουμε ότι τα είπαμε· γιατί θα ήταν ίσως πολύ μεγάλη δουλειά να μιλήσουμε με λεπτομέρειες για το καθένα τους ξεχωριστά.