Πρόθυμ᾽ άκουσε τη δέηση τούτη ο Δίας, [στρ. β]
που μεγάλη η δύναμή του· ένα σημάδι
δίνει εξαίσιο, φανερό σημάδι για όλους
70πως πολύ τιμά το γιο του: ευθύς αστράφτει.
Το σημάδι, που η καρδιά του
λαχταρούσε, μόλις είδε ο Μίνωας τότε,
του πολέμου αυτός ο βράχος, στο λαμπρό
ουρανό τα χέρια υψώνει και λέει:
«Ολοκάθαρο το δώρο βλέπεις, νά,
που μου κάνει ο Δίας, Θησέα·
στο βαρύβροντο εσύ τώρα πέλαο πήδα·
και μια δόξα τρισμεγάλη, που όλη η γη
η πολύδεντρη θ᾽ ακούσει,
80θα σου δώσει ο γιος του Κρόνου ο Ποσειδώνας.»
Έτσι μίλησε. Δε λύγισε η καρδιά
του Θησέα· ολόρθος στέκει στη γερτή
κουπαστή, κι ευθύς ορμά· καλοσυνάτη
του πελάου τον αγκαλιάζει η απλωσιά.
Όταν το ᾽δε ο γιος του Δία, μες στην ψυχή του
ξάφνιασμα ένιωσε μεγάλο
και προστάζει να κρατήσουν το καράβι
τ᾽ ωριοστόλιστο στον άνεμο αντικρύ.
Όμως άλλον τότε δρόμο ανοίγει η Μοίρα.
90Δρόμο πήρε, γοργοκίνητο, το πλοίο· [αντ. β]
απ᾽ την πρύμη πνέει βοριάς κι εμπρός το σπρώχνει·
οι Αθηναίοι εκείνοι, οι νέοι κι οι νέες, σαν είδαν
το Θησέα τους να βουτά στο πέλαο μέσα,
τρόμο νιώσανε μεγάλο,
στ᾽ απαλά τους μάτια ανάβρυσαν τα δάκρυα,
συμφορά πως θά ᾽ρθει πρόσμεναν βαριά.
Μα δελφίνια θαλασσόζωα το Θησέα
τον τρανό στο σπίτι οδήγησαν γοργά
του αλογόθεου, του γονιού του·
100όταν μπήκε στο θεϊκό παλάτι εκείνο,
ο ήρωας δείλιασε· είδε εκεί τις ξακουστές
κόρες του άρχοντα Νηρέα,
που απ᾽ τα μέλη τους τα υπέροχα μια λάμψη
ξεχυνόταν, ίδια φλόγα από φωτιά,
που τριγύρω απ᾽ τα μαλλιά τους λαμπερές
ανεμίζανε χρυσόπλεχτες κορδέλες
και με πόδια απαλοσάλευτα χορό
γύρω σέρνανε, αναγάλλια της ψυχής τους.
Και είδε στο θαυμάσιο σπίτι
110τη σεβάσμια γελαδόματη Αμφιτρίτη,
του πατέρα του γυναίκα αγαπητή.
Μ᾽ ένα ντύμα πορφυρό τον ντύνει εκείνη.
Και τα σγουρά του η θεά [επωδ. β]
μ᾽ ένα στεφάνι πανέμορφο στόλισε
μ᾽ ένα στεφάνι που το ίσκιωναν ρόδα·
η δολοπλέχτρα Αφροδίτη τής το ᾽καμε δώρο στο γάμο της.
Πράξη καμιά των θεών
δεν τη λογιάζουν για απίστευτη οι φρόνιμοι·
δίπλα στου πλοίου τη χυτή
πρύμη ο Θησέας απ᾽ το κύμα ξεπρόβαλε.
120Ω, της Κνωσού το στρατάρχη!
Μαύρες του νου που του τύλιξαν έγνοιες,
μέσ᾽ απ᾽ τα κύματα ο άλλος σα βγήκε στεγνός,
και τα θεϊκά στο κορμί του στραφτάλιζαν δώρα!
Από αναγάλλια πρωτόφαντη
οι λαμπερόθρονες κόρες ξεφώνισαν,
βούιξε το πέλαγο,
κι από κοντά οι κοπελιές και τ᾽ αγόρια παιάνα τραγούδησαν
με τις γλυκές τους φωνές.
130Δήλιε θεέ,
αν η καρδιά σου από τους τζιώτικους τούτους χορούς αναγάλλιασε,
δώσε, θεόσταλτα εμείς να χαρούμε αγαθά.
|