Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ

Επίνικοι (3.29-3.42)


φύλαξ᾽ Ἀπώλλων. [ὁ δ᾽ ἐς] ἄελπτον ἆμαρ [στρ. γ]
30 μ[ο]λὼν πολυδ[άκρυο]ν οὐκ ἔμελλε
μίμνειν ἔτι δ[ουλοσύ]ναν, πυρὰν δὲ
χαλκ[ο]τειχέος π[ροπάροι]θεν αὐ[λᾶς

ναήσατ᾽, ἔνθα σὺ[ν ἀλώχῳ] τε κεδ[νᾷ [αντ. γ]
σὺν εὐπλοκάμοι[ς τ᾽] ἐπέβαιν᾽ ἄλα[στον
35 θ]υ[γ]ατράσι δυρομέναις· χέρας δ᾽ [ἐς
αἰ]πὺν αἰθέρα σ[φ]ετέρας ἀείρας

γέ]γ[ω]νεν· «ὑπέρ[βι]ε δαῖμον, [επωδ. γ]
[πο]ῦ θεῶν ἐστι[ν] χάρις;
πο]ῦ δὲ Λατοίδ[ας] ἄναξ;
40ἔρρουσ]ιν Ἀλυά[τ]τα δώμοι
¯ ˘ ¯ ׯ ˘ ¯ ×] μυρίων
¯ ˘ ¯ × ¯ ˘ ¯ ]ν.


προστάτεψε ο χρυσότοξος Απόλλωνας. Ο ρήγας
30αυτός, ο Κροίσος, όταν πια στη μαύρη εκείνη μέρα
την αναπάντεχη έφτασε,
δε στάθηκε να σκλαβωθεί· πολλά σωριάζει ξύλα
στη χαλκοτείχιστή του αυλή και πάνω εκεί ανεβαίνει
με την πιστή γυναίκα του και τις ωριομαλλούσες
τις κόρες του, που ασίγαστα θρηνούσανε· σηκώνει
πάνω, προς τον ψηλό ουρανό, τα χέρια και φωνάζει:
«Τρανοδύναμη θεότη,
τί έγινε η ευγνωμοσύνη
των θεών, και πού είν᾽ ο γιος
40της Λητώς, ο αφέντης Φοίβος;
Πάει τ᾽ Αλυάττη το παλάτι,
και το αρίφνητό του βιος σε οχτρώνε χέρια·