Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΥΣΙΑΣ

Ὑπὲρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου (1) (15-21)


[15] Μετὰ δὲ ταῦτα, ὦ ἄνδρες, χρόνου μεταξὺ διαγενομένου καὶ ἐμοῦ πολὺ ἀπολελειμμένου τῶν ἐμαυτοῦ κακῶν, προσέρχεταί μοί τις πρεσβῦτις ἄνθρωπος, ὑπὸ γυναικὸς ὑποπεμφθεῖσα ἣν ἐκεῖνος ἐμοίχευεν, ὡς ἐγὼ ὕστερον ἤκουον· αὕτη δὲ ὀργιζομένη καὶ ἀδικεῖσθαι νομίζουσα, ὅτι οὐκέτι ὁμοίως ἐφοίτα παρ᾽ αὐτήν, ἐφύλαττεν ἕως ἐξηῦρεν ὅ τι εἴη τὸ αἴτιον. [16] προσελθοῦσα οὖν μοι ἐγγὺς ἡ ἄνθρωπος τῆς οἰκίας τῆς ἐμῆς ἐπιτηροῦσα, «Εὐφίλητε» ἔφη «μηδεμιᾷ πολυπραγμοσύνῃ προσεληλυθέναι με νόμιζε πρὸς σέ· ὁ γὰρ ἀνὴρ ὁ ὑβρίζων εἰς σὲ καὶ τὴν σὴν γυναῖκα ἐχθρὸς ὢν ἡμῖν τυγχάνει. ἐὰν οὖν λάβῃς τὴν θεράπαιναν τὴν εἰς ἀγορὰν βαδίζουσαν καὶ διακονοῦσαν ὑμῖν καὶ βασανίσῃς, ἅπαντα πεύσῃ. ἔστι δ᾽» ἔφη «Ἐρατοσθένης Ὀῆθεν ὁ ταῦτα πράττων, ὃς οὐ μόνον τὴν σὴν γυναῖκα διέφθαρκεν ἀλλὰ καὶ ἄλλας πολλάς· ταύτην γὰρ [τὴν] τέχνην ἔχει». [17] ταῦτα εἰποῦσα, ὦ ἄνδρες, ἐκείνη μὲν ἀπηλλάγη, ἐγὼ δ᾽ εὐθέως ἐταραττόμην, καὶ πάντα μου εἰς τὴν γνώμην εἰσῄει, καὶ μεστὸς ἦ ὑποψίας, ἐνθυμούμενος μὲν ὡς ἀπεκλῄσθην ἐν τῷ δωματίῳ, ἀναμιμνῃσκόμενος δὲ ὅτι ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐψόφει ἡ μέταυλος θύρα καὶ ἡ αὔλειος, ὃ οὐδέποτε ἐγένετο, ἔδοξέ τέ μοι ἡ γυνὴ ἐψιμυθιῶσθαι. ταῦτά μου πάντα εἰς τὴν γνώμην εἰσῄει, καὶ μεστὸς ἦ ὑποψίας. [18] ἐλθὼν δὲ οἴκαδε ἐκέλευον ἀκολουθεῖν μοι τὴν θεράπαιναν εἰς τὴν ἀγοράν, ἀγαγὼν δ᾽ αὐτὴν ὡς τῶν ἐπιτηδείων τινὰ ἔλεγον ὅτι ἐγὼ πάντα εἴην πεπυσμένος τὰ γιγνόμενα ἐν τῇ οἰκίᾳ· «σοὶ οὖν» ἔφην «ἔξεστι δυοῖν ὁπότερον βούλει ἑλέσθαι, ἢ μαστιγωθεῖσαν εἰς μύλωνα ἐμπεσεῖν καὶ μηδέποτε παύσασθαι κακοῖς τοιούτοις συνεχομένην, ἢ κατειποῦσαν ἅπαντα τἀληθῆ μηδὲν παθεῖν κακόν, ἀλλὰ συγγνώμης παρ᾽ ἐμοῦ τυχεῖν τῶν ἡμαρτημένων. ψεύσῃ δὲ μηδέν, ἀλλὰ πάντα τἀληθῆ λέγε». [19] κἀκείνη τὸ μὲν πρῶτον ἔξαρνος ἦν, καὶ ποιεῖν ἐκέλευεν ὅ τι βούλομαι· οὐδὲν γὰρ εἰδέναι· ἐπειδὴ δὲ ἐγὼ ἐμνήσθην Ἐρατοσθένους πρὸς αὐτήν, καὶ εἶπον ὅτι οὗτος ὁ φοιτῶν εἴη πρὸς τὴν γυναῖκα, ἐξεπλάγη ἡγησαμένη με πάντα ἀκριβῶς ἐγνωκέναι. καὶ τότε ἤδη πρὸς τὰ γόνατά μου πεσοῦσα, καὶ πίστιν παρ᾽ ἐμοῦ λαβοῦσα μηδὲν πείσεσθαι κακόν, [20] κατηγόρει πρῶτον μὲν ὡς μετὰ τὴν ἐκφορὰν αὐτῇ προσίοι, ἔπειτα ὡς αὐτὴ τελευτῶσα εἰσαγγείλειε καὶ ὡς ἐκείνη τῷ χρόνῳ πεισθείη, καὶ τὰς εἰσόδους οἷς τρόποις προσίοιτο, καὶ ὡς Θεσμοφορίοις ἐμοῦ ἐν ἀγρῷ ὄντος ᾤχετο εἰς τὸ ἱερὸν μετὰ τῆς μητρὸς τῆς ἐκείνου· καὶ τἆλλα τὰ γενόμενα πάντα ἀκριβῶς διηγήσατο. [21] ἐπειδὴ δὲ πάντα εἴρητο αὐτῇ, εἶπον ἐγώ, «ὅπως τοίνυν ταῦτα μηδεὶς ἀνθρώπων πεύσεται· εἰ δὲ μή, οὐδέν σοι κύριον ἔσται τῶν πρὸς ἔμ᾽ ὡμολογημένων. ἀξιῶ δέ σε ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ ταῦτά μοι ἐπιδεῖξαι· ἐγὼ γὰρ οὐδὲν δέομαι λόγων, ἀλλὰ τὸ ἔργον φανερὸν γενέσθαι, εἴπερ οὕτως ἔχει». ὡμολόγει ταῦτα ποιήσειν.


[15] Πέρασε από τότε καιρός, συμπολίτες, και εγώ είχα βαθιά μεσάνυχτα για το κακό που με είχε βρει, ώσπου έρχεται και με συναντάει μια ηλικιωμένη δούλα· όπως έμαθα εκ των υστέρων, την είχε στείλει κρυφά κάποια παντρεμένη με την οποία εκείνος διατηρούσε σχέσεις· η γυναίκα αυτή πίστευε ότι την παραμελούσε, επειδή δεν πήγαινε πλέον μαζί της όπως πρώτα, και έπνεε μένεα εναντίον του· έτσι, τον παρακολούθησε, έως ότου ανακάλυψε ποιός ήταν ο λόγος. [16] Αφού ήρθε λοιπόν και με συνάντησε η γερόντισσα, που παραφύλαγε κοντά στο σπίτι μου, «Ευφίλητε», είπε, «μη φανταστείς πως ήρθα να σε συναντήσω, επειδή μου αρέσει να αναμειγνύομαι στις υποθέσεις άλλων· ήρθα γιατί ο άντρας που ατιμάζει τη γυναίκα σου και εσένα συμβαίνει να είναι εχθρός μας. Εάν λοιπόν πιάσεις τη δούλα που πάει στην αγορά και σας υπηρετεί και την ανακρίνεις υποβάλλοντάς την σε βασανιστήρια, θα μάθεις τα πάντα. O δράστης», είπε, «είναι ο Ερατοσθένης από τον δήμο της Όης· και δεν έχει παρασύρει μόνο τη δική σου γυναίκα, παρέσυρε και άλλες πολλές· το έχει, βλέπεις, επάγγελμα.» [17] Αφού είπε αυτά, συμπολίτες, εκείνη απομακρύνθηκε, ενώ εγώ αμέσως συγκλονίστηκα. Ένα ένα περνούσαν τα πάντα από τη σκέψη μου και ήμουν εξαιρετικά καχύποπτος· από τη μια συνδύαζα το γεγονός ότι με κλείδωσε στον κοιτώνα, από την άλλη θυμόμουν ότι εκείνη τη νύχτα χτυπούσε η πόρτα του σπιτιού και της αυλής, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει, και ότι μου φάνηκε πως η γυναίκα μου είχε βάλει ψιμύθιο. Όλα αυτά περνούσαν ένα ένα από τη σκέψη μου και ήμουν εξαιρετικά καχύποπτος. [18] Πήγα έπειτα στο σπίτι μου και ζήτησα από τη δούλα να με ακολουθήσει στην αγορά· αντ᾽ αυτού την οδήγησα στο σπίτι κάποιου γνωστού μου και άρχισα να της λέω ότι εγώ τα είχα μάθει όλα όσα συνέβαιναν στο σπίτι μου· «εσύ λοιπόν», είπα, «έχεις να διαλέξεις ένα από τα δύο: ή να σε μαστιγώσω και έπειτα να σε κατεβάσω στον μύλο και να μην έχει τελειωμό το μαρτύριό σου αυτό, ή να πεις όλη την αλήθεια και όχι μόνο να μην πάθεις τίποτα απολύτως, αλλά και να σε συγχωρήσω από πάνω για ό,τι έχεις κάνει ώς τώρα. Μην πεις ψέματα, λέγε όλη την αλήθεια.» [19] Εκείνη στην αρχή αρνιόταν· ας της έκανα, λέει, ό,τι ήθελα — δεν είχε, υποτίθεται, ιδέα. Όταν όμως εγώ της ανέφερα το όνομα Ερατοσθένης και είπα ότι αυτός επισκεπτόταν τη γυναίκα μου, τα έχασε, επειδή νόμισε ότι εγώ γνώριζα λεπτομερώς τα πάντα. Τότε πλέον, αφού έπεσε στα γόνατά μου και έλαβε από εμένα τη διαβεβαίωση ότι δεν πρόκειται να πάθει απολύτως τίποτα, [20] ομολόγησε αρχικά πως την πλησίασε μετά την κηδεία, έπειτα πως η ίδια με τα πολλά μετέφερε το μήνυμα και πως η γυναίκα μου με τον καιρό ενέδωσε και με ποιούς και ποιούς τρόπους δεχόταν τις επισκέψεις και ότι στη γιορτή των Θεσμοφορίων, ενώ εγώ απουσίαζα στα χτήματα, η γυναίκα μου σηκώθηκε και πήγε στο ιερό με την μητέρα εκείνου. Τελικά διηγήθηκε λεπτομερώς και ό,τι άλλο είχε συμβεί. [21] Αφού εκείνη είχε ομολογήσει τα πάντα, της λέω εγώ: «πρόσεξε τώρα να μην τα μάθει άνθρωπος· ειδάλλως, δεν ισχύει καμία από τις διαβεβαιώσεις μου. Απαιτώ μάλιστα να μου τα παρουσιάσεις επ᾽ αυτοφώρω· γιατί εμένα ποσώς με ενδιαφέρουν τα λόγια· θέλω γεγονότα αποδεδειγμένα, αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα». Με διαβεβαίωσε ότι θα κάνει ό,τι της ζήτησα.