2. Ο ΚΟΛΑΚΑΣ [2.1] [Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι η κολακεία είναι αισχρή συναναστροφή, η οποία όμως ωφελεί τον κόλακα,] [2.2] και ότι ο κόλακας είναι το είδος του ανθρώπου που λέει σ᾽ αυτόν που περπατά μαζί του: «Αντιλήφθηκες πώς στρέφει ο κόσμος το βλέμμα του πάνω σου; Αυτό δε συμβαίνει σε κανέναν άλλο στην πόλη μας, παρά μόνο σε σένα»· «Διακρίθηκες χτες στη στοά». Γιατί, ενώ ήταν καθισμένοι εκεί πάνω από τριάντα άνθρωποι και έτυχε να γίνει λόγος για το ποιός είναι ο καλύτερος πολίτης, όλοι κατέληξαν —και πρώτος πρώτος ο κόλακας— στο δικό του όνομα. [2.3] Και καθώς του λέει τέτοια πράγματα, του αφαιρεί συνάμα απ᾽ το πανωφόρι ένα χνούδι και αν ο άνεμος του φέρει στο τρίχωμα του κεφαλιού κανένα άχυρο, του το αφαιρεί και λέει γελώντας: «Βλέπεις; Δύο μέρες δεν σε συνάντησα και γέμισε η γενειάδα σου άσπρες τρίχες, αν και για την ηλικία σου η τρίχα σου είναι μαύρη όσο κανενός άλλου». [2.4] Όταν ο άνθρωπός του λέει κάτι, τότε ο κόλακας προστάζει τους άλλους να σιωπούν, και τον επαινεί, ενώ εκείνος μπορεί να τον ακούσει, και κάθε φορά που σταματά να μιλά, τον επιδοκιμάζει λέγοντας: «Σωστά!» Κι όταν εκείνος πει ένα κρύο αστείο, ο κόλακας ξεσπά σε γέλια και βάζει το πανωφόρι του στο στόμα, σαν τάχα να μην μπορεί να συγκρατήσει το γέλιο του. [2.5] Και όσους συναντούν στο δρόμο τούς προστάζει να σταθούν ακίνητοι, μέχρι να προσπεράσει ο άνθρωπός του. [2.6] Αγοράζει και φέρνει στα παιδιά του κυρίου του μήλα και αχλάδια και τους τα δίνει την ώρα που εκείνος βλέπει. Τα φιλά και τους λέει: «Πουλάκια από καλό πατέρα». [2.7] Κι όταν συνοδεύει τον άνθρωπό του για ν᾽ αγοράσει «Ιφικρατίδες», του λέει ότι το πόδι του είναι πιο καλοσχηματισμένο απ᾽ το παπούτσι. [2.8] Κι όταν εκείνος πάει να δει κάποιο φίλο του, τρέχει πρώτος κι αναγγέλλει: «Έρχεται σε σένα»· και γυρνώντας πίσω λέει: «Ανάγγειλα την άφιξή σου». [2.9] Άφησε που είναι ικανός να βοηθήσει και στα ψώνια από τη γυναικεία αγορά χωρίς να πάρει ανάσα. [2.10] Κι από τους καλεσμένους στο τραπέζι πρώτος αυτός επαινεί το κρασί και συνεχίζει λέγοντας: «Με πόση πολυτέλεια (μας) περιποιείσαι!»· και παίρνοντας κάτι από τα εδέσματα του τραπεζιού λέει: «Τί εξαίσιο που είναι τούτο εδώ!». Ρωτά τον άνθρωπό του αν κρυώνει κι αν θέλει να ρίξει κάτι από πάνω του· και ενώ ακόμα τα λέει αυτά, τον σκεπάζει και συνάμα σκύβει στο αυτί του ψιθυρίζοντας, ενώ τον κοιτά, ακόμη κι όταν μιλά σε άλλους. [2.11] Στο θέατρο παίρνει τα μαξιλάρια από το δούλο και τα στρώνει ο ίδιος. [2.12] Του λέει ότι το σπίτι του διαθέτει ωραία αρχιτεκτονική και ότι το χωράφι του είναι ωραία φυτεμένο και ότι το πορτρέτο του είναι ίδιο εκείνος. [2.13] [Συνοπτικά: μπορεί να δει κανείς τον κόλακα να προσπαθεί να πει ή να κάνει οτιδήποτε, με το οποίο έχει την εντύπωση ότι θα γίνει αρεστός.]
|