Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΟΣΧΟΣ

Εὐρώπη (72-107)

Οὐ μὲν δηρὸν ἔμελλεν ἐπ᾽ ἄνθεσι θυμὸν ἰαίνειν,
οὐδ᾽ ἄρα παρθενίην μίτρην ἄχραντον ἔρυσθαι.
ἦ γὰρ δὴ Κρονίδης ὥς μιν φράσαθ᾽, ὡς ἐόλητο
75θυμὸν ἀνωΐστοισιν ὑποδμηθεὶς βελέεσσι
Κύπριδος, ἣ μούνη δύναται καὶ Ζῆνα δαμάσσαι.
δὴ γὰρ ἀλευόμενός τε χόλον ζηλήμονος Ἥρης
παρθενικῆς τ᾽ ἐθέλων ἀταλὸν νόον ἐξαπατῆσαι
κρύψε θεὸν καὶ τρέψε δέμας καὶ γείνετο ταῦρος,
80οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται, οὐδὲ μὲν οἷος
ὦλκα διατμήγει σύρων εὐκαμπὲς ἄροτρον,
οὐδ᾽ οἷος ποίμνῃς ἔπι βόσκεται, οὐδὲ μὲν οἷος
ὕσπληγγι δμηθεὶς ἐρύει πολύφορτον ἀπήνην.
τοῦ δή τοι τὸ μὲν ἄλλο δέμας ξανθόχροον ἔσκε,
85κύκλος δ᾽ ἀργύφεος μέσσῳ μάρμαιρε μετώπῳ,
ὄσσε δ᾽ ὑπογλαύσσεσκε καὶ ἵμερον ἀστράπτεσκεν·
ἶσά τ᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοισι κέρα ἀνέτελλε καρήνου
ἄντυγος ἡμιτόμου κεραῆς ἅτε κύκλα σελήνης.
Ἤλυθε δ᾽ ἐς λειμῶνα καὶ οὐκ ἐφόβησε φαανθείς
90παρθενικάς, πάσῃσι δ᾽ ἔρως γένετ᾽ ἐγγὺς ἱκέσθαι
ψαῦσαί θ᾽ ἱμερτοῖο βοός, τοῦ γ᾽ ἄμβροτος ὀδμή
τηλόθι καὶ λειμῶνος ἐκαίνυτο λαρὸν ἀυτμήν.
στῆ δὲ ποδῶν προπάροιθεν ἀμύμονος Εὐρωπείης
καί οἱ λιχμάζεσκε δέρην, κατέθελγε δὲ κούρην.
95ἣ δέ μιν ἀμφαφάασκε καὶ ἠρέμα χείρεσιν ἀφρόν
πολλὸν ἀπὸ στομάτων ἀπομόργνυτο καὶ κύσε ταῦρον.
αὐτὰρ ὃ μειλίχιον μυκήσατο· φαῖό κεν αὐλοῦ
Μυγδονίου γλυκὺν ἦχον ἀνηπύοντος ἀκούειν.
ὤκλασε δὲ πρὸ ποδοῖιν, ἐδέρκετο δ᾽ Εὐρώπειαν
100αὐχέν᾽ ἐπιστρέψας καί οἱ πλατὺ δείκνυε νῶτον.
ἣ δὲ βαθυπλοκάμοισι μετέννεπε παρθενικῇσι·
«δεῦθ᾽, ἑτάραι φίλιαι καὶ ὁμήλικες, ὄφρ᾽ ἐπὶ τῷδε
ἑζόμεναι ταύρῳ τερπώμεθα· δὴ γὰρ ἁπάσας
νῶτον ὑποστορέσας ἀναδέξεται, οἷά τ᾽ ἐνηής
105πρηΰς τ᾽ εἰσιδέειν καὶ μείλιχος, οὐδέ τι ταύροις
ἄλλοισι προσέοικε· νόος δέ οἱ ἠύτε φωτός
αἴσιμος ἀμφιθέει, μούνης δ᾽ ἐπιδεύεται αὐδῆς.»

Αλλά ώρα να χαρεί πολλή τ᾽ άνθια γραφτό δεν ήταν,
ούτε κι αγνή της παρθενιάς τη ζώνη να φυλάξει.
Τι μόλις την αντίκρισε του Κρόνου ο γιος, σε τρέλα
75έπεσε ξάφνω, την καρδιά τού πλήγωσαν τα βέλη
της Κύπρης, όπου μόνη αυτή δαμάζει ώς και το Δία.
Για να ξεφύγει την οργή της Ήρας της ζηλιάρας
και την αθώα της κοπελιάς ψυχή για να πλανέσει,
άλλαξε τη θεϊκή μορφή κι έγινε ταύρος· όχι
80όμοιος μ᾽ αυτούς που θρέφονται μέσα στους στάβλους, ούτε
μ᾽ αυτούς που αλέτρι γυριστό τραβούν κι αυλάκια ανοίγουν
ή βόσκουνε κοπαδιαστοί, κι ούτε μ᾽ αυτούς που κάρο
φορτιό γεμάτο σέρνουνε σφιγμένοι απ᾽ τη βουκέντρα.
Ξανθό ηταν το κορμί εκεινού πέρα για πέρα, μόνο
85καταμεσής στο κούτελο μια βούλα σαν ασήμι·
τα μάτια λάμπανε, αστραψιές ερωτικές πετούσαν·
κι αντικριστά και σύμμετρα στην κεφαλή του απάνω
σαν τόξα μισοφέγγαρου τα κέρατα προβάλλαν.
Οι κοπελιές δεν τρόμαξαν, σαν είδανε τον ταύρο
90που στο λιβάδι φάνηκε· λαχτάρησαν να τρέξουν
τ᾽ ωραίο ν᾽ αγγίξουν ζωντανό, που ο θείος ανασασμός του
ώς και το μοσκοβόλημα του κάμπου ξεπερνούσε.
Μπροστά στης αψεγάδιαστης κόρης τα πόδια εστάθη
και το λαιμό τής έγλειφε· κι η Ευρώπη, γοητεμένη,
95τον χάιδευε, απαλά απαλά του σκούπιζε το στόμα,
που αφρός τού το στεφάνωνε, και φίλησε τον ταύρο.
Έβγαλε κείνος ήμερο μουκανητό· φλογέρας
μυγδονικής γλυκός αχός λες κι έφτανε στ᾽ αφτιά σου.
Στην κόρη εμπρός γονατιστός, το σβέρκο του γυρίζει,
100κι ως την κοιτάει, την πλάτη του της δείχνουν οι ματιές του.
Στις αδρόμαλλες κοπελιές μίλησε κείνη και είπε:
«Φίλες μου συνομήλικες κι αγαπητές, ελάτε
να παίξουμε καθίζοντας στου ταύρου αυτού την πλάτη,
που θα τη στρώσει κι όλες μας θα μας δεχτεί· είναι τόσο
105ήμερος, πράος κι ευγενικός· δε μοιάζει με τους άλλους
τους ταύρους· νους ανθρώπινος, γεμάτος φρονιμάδα,
του ζωντανεύει το κορμί· μόνο η μιλιά τού λείπει.»

Όμως να παίζει τυχερό πολύν καιρό δεν ήτον
με τα λουλούδια κορασιά, παρθένα με την ζώνη,
γιατί ο Κρονίδης την θωρεί κι ο νους του πελαγώνει·
75τα βέλη τον εδάμασαν μεμιάς της Αφροδίτης
που και τον Δία να νικά κατέχει μοναχή της.
Μια από της Ήρας την ζηλειά να λείψει και τα μίση
και μια τον άπρακτο τον νου της κόρης ν᾽ απατήσει,
τον θεόν έκρυψ᾽ άλλαξε κορμί και βους εφάνη,
80ταύρος, μόν᾽ όχι σαν αυτούς που τρέφονται στην στάνη·
ούτε σαν κείνον που αυλακιές ανοίγει ζυγομάχος,
ούτε σαν όποιο βόσκεται σε μια κοπή μονάχος,
ουδέ σαν κείνον, που τραβά πολύφορτον αμάξι·
τούτου ξανθό όλο το κορμί, πάγει χρυσό να μοιάξει
85και μόνο έν᾽ αργυρόκυκλο στο μέτωπο είχ᾽ επάνω·
τα μάτια του γαλάνιζαν και πόθο αστράφταν πλάνο.
Κι ίσα δυο κέρατα ζυγά πετούσαν ένα κι ένα,
καθώς του μισοφέγγαρου τα κύκλα αναστραμμένα.
Στ᾽ ανθολιβάδ᾽ ήρθε χωρίς τες κόρες να ξιπάσει·
90και όλες τες έπιασε καημός κοντά του για να πάσι
να ᾽γγίξουν τ᾽ ομορφόβοδο, που με την ευωδιά του
περνούσε και του λιβαδιού τ᾽ ακριβολούλουδά του.
Και στην Ευρώπη στάθη εμπρός την μυριοπαινεμένη
την έγλειφε την κορασιά και την εξετρελαίνει·
95και κείνη τον εχάδευε, του σφόγγιζε το στόμα
με τα χεράκια και φιλί στον ταύρο δίνει ακόμα.
Και κείνος γλυκομούγγρισε — τί τρόπ᾽ ο ερωτιάρης!
Ήχος αυλού πως μελωδεί γλυκά στ᾽ αυτί σου εθάρρεις.
Γονάτισε στα πόδια της, στραμμένος την εθώρει
100κατάματα και ολὄδειχνε την πλάτη του στην κόρη·
και κείνη λέει των κορασιών με τες βαθιές πλεξούδες.
«Ελάτε, φιλενάδες μου, ζυγώστε, κοπελούδες,
στον ταύρο να καθίσομε, να παίξομε κομμάτι·
όλες σηκώνει μια ομορφιά να μας δεχθεί στην πλάτη,
105κοιτάτε τόσο είν᾽ ήμερος και τόσο πράος, όπου
δεν μοιάζει ταύρου κανενός κι έχει τον νου ανθρώπου·
τον ίδιο και απαράλλακτο· μόνο μιλιά δεν θα ᾽χει».