Αλλά ώρα να χαρεί πολλή τ᾽ άνθια γραφτό δεν ήταν,
ούτε κι αγνή της παρθενιάς τη ζώνη να φυλάξει.
Τι μόλις την αντίκρισε του Κρόνου ο γιος, σε τρέλα
75έπεσε ξάφνω, την καρδιά τού πλήγωσαν τα βέλη
της Κύπρης, όπου μόνη αυτή δαμάζει ώς και το Δία.
Για να ξεφύγει την οργή της Ήρας της ζηλιάρας
και την αθώα της κοπελιάς ψυχή για να πλανέσει,
άλλαξε τη θεϊκή μορφή κι έγινε ταύρος· όχι
80όμοιος μ᾽ αυτούς που θρέφονται μέσα στους στάβλους, ούτε
μ᾽ αυτούς που αλέτρι γυριστό τραβούν κι αυλάκια ανοίγουν
ή βόσκουνε κοπαδιαστοί, κι ούτε μ᾽ αυτούς που κάρο
φορτιό γεμάτο σέρνουνε σφιγμένοι απ᾽ τη βουκέντρα.
Ξανθό ηταν το κορμί εκεινού πέρα για πέρα, μόνο
85καταμεσής στο κούτελο μια βούλα σαν ασήμι·
τα μάτια λάμπανε, αστραψιές ερωτικές πετούσαν·
κι αντικριστά και σύμμετρα στην κεφαλή του απάνω
σαν τόξα μισοφέγγαρου τα κέρατα προβάλλαν.
Οι κοπελιές δεν τρόμαξαν, σαν είδανε τον ταύρο
90που στο λιβάδι φάνηκε· λαχτάρησαν να τρέξουν
τ᾽ ωραίο ν᾽ αγγίξουν ζωντανό, που ο θείος ανασασμός του
ώς και το μοσκοβόλημα του κάμπου ξεπερνούσε.
Μπροστά στης αψεγάδιαστης κόρης τα πόδια εστάθη
και το λαιμό τής έγλειφε· κι η Ευρώπη, γοητεμένη,
95τον χάιδευε, απαλά απαλά του σκούπιζε το στόμα,
που αφρός τού το στεφάνωνε, και φίλησε τον ταύρο.
Έβγαλε κείνος ήμερο μουκανητό· φλογέρας
μυγδονικής γλυκός αχός λες κι έφτανε στ᾽ αφτιά σου.
Στην κόρη εμπρός γονατιστός, το σβέρκο του γυρίζει,
100κι ως την κοιτάει, την πλάτη του της δείχνουν οι ματιές του.
Στις αδρόμαλλες κοπελιές μίλησε κείνη και είπε:
«Φίλες μου συνομήλικες κι αγαπητές, ελάτε
να παίξουμε καθίζοντας στου ταύρου αυτού την πλάτη,
που θα τη στρώσει κι όλες μας θα μας δεχτεί· είναι τόσο
105ήμερος, πράος κι ευγενικός· δε μοιάζει με τους άλλους
τους ταύρους· νους ανθρώπινος, γεμάτος φρονιμάδα,
του ζωντανεύει το κορμί· μόνο η μιλιά τού λείπει.»
|