Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (54-95)


ΝΕ. τί δῆτ᾽ ἄνωγας; ΟΔ. τὴν Φιλοκτήτου σε δεῖ
55ψυχὴν ὅπως λόγοισιν ἐκκλέψεις λέγων.
ὅταν σ᾽ ἐρωτᾷ τίς τε καὶ πόθεν πάρει,
λέγειν, Ἀχιλλέως παῖς· τόδ᾽ οὐχὶ κλεπτέον·
πλεῖς δ᾽ ὡς πρὸς οἶκον, ἐκλιπὼν τὸ ναυτικὸν
στράτευμ᾽ Ἀχαιῶν, ἔχθος ἐχθήρας μέγα,
60οἵ σ᾽ ἐν λιταῖς στείλαντες ἐξ οἴκων μολεῖν,
μόνην ἔχοντες τήνδ᾽ ἅλωσιν Ἰλίου,
οὐκ ἠξίωσαν τῶν Ἀχιλλείων ὅπλων
ἐλθόντι δοῦναι κυρίως αἰτουμένῳ,
ἀλλ᾽ αὔτ᾽ Ὀδυσσεῖ παρέδοσαν· λέγων ὅσ᾽ ἂν
65θέλῃς καθ᾽ ἡμῶν ἔσχατ᾽ ἐσχάτων κακά.
τούτων γὰρ οὐδὲν ἀλγυνεῖ μ᾽· εἰ δ᾽ ἐργάσῃ
μὴ ταῦτα, λύπην πᾶσιν Ἀργείοις βαλεῖς.
εἰ γὰρ τὰ τοῦδε τόξα μὴ ληφθήσεται,
οὐκ ἔστι πέρσαι σοι τὸ Δαρδάνου πέδον.
70ὡς δ᾽ ἔστ᾽ ἐμοὶ μὲν οὐχί, σοὶ δ᾽ ὁμιλία
πρὸς τόνδε πιστὴ καὶ βέβαιος, ἔκμαθε.
σὺ μὲν πέπλευκας οὔτ᾽ ἔνορκος οὐδενὶ
οὔτ᾽ ἐξ ἀνάγκης οὔτε τοῦ πρώτου στόλου,
ἐμοὶ δὲ τούτων οὐδέν ἐστ᾽ ἀρνήσιμον.
75ὥστ᾽ εἴ με τόξων ἐγκρατὴς αἰσθήσεται,
ὄλωλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών.
ἀλλ᾽ αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι, κλοπεὺς
ὅπως γενήσῃ τῶν ἀνικήτων ὅπλων.
ἔξοιδα, παῖ, φύσει σε μὴ πεφυκότα
80τοιαῦτα φωνεῖν μηδὲ τεχνᾶσθαι κακά·
ἀλλ᾽ ἡδὺ γάρ τοι κτῆμα τῆς νίκης λαβεῖν,
τόλμα· δίκαιοι δ᾽ αὖθις ἐκφανούμεθα.
νῦν δ᾽ εἰς ἀναιδὲς ἡμέρας μέρος βραχὺ
δός μοι σεαυτόν, κᾆτα τὸν λοιπὸν χρόνον
85κέκλησο πάντων εὐσεβέστατος βροτῶν.
ΝΕ. ἐγὼ μὲν οὓς ἂν τῶν λόγων ἀλγῶ κλύων,
Λαερτίου παῖ, τούσδε καὶ πράσσειν στυγῶ·
ἔφυν γὰρ οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς,
οὔτ᾽ αὐτὸς οὔθ᾽, ὥς φασιν, οὑκφύσας ἐμέ.
90ἀλλ᾽ εἴμ᾽ ἑτοῖμος πρὸς βίαν τὸν ἄνδρ᾽ ἄγειν
καὶ μὴ δόλοισιν· οὐ γὰρ ἐξ ἑνὸς ποδὸς
ἡμᾶς τοσούσδε πρὸς βίαν χειρώσεται.
πεμφθείς γε μέντοι σοὶ ξυνεργάτης ὀκνῶ
προδότης καλεῖσθαι· βούλομαι δ᾽, ἄναξ, καλῶς
δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς.


ΝΕΟ. Τί προστάζεις λοιπόν; ΟΔΥ. Το Φιλοχτήτη,
πρέπει να κάμεις τρόπο με τα λόγια
που θα του λες, πώς να τον ξεγελάσεις.
Σα σε ρωτήσει ποιός και πόθεν ήρθες,
να πεις πως είσαι του Αχιλλέα ο γιος
—αυτό δεν είν᾽ ανάγκη να το κρύψεις—
και πως παράτησες τους Αχαιούς
στην Τροία για να γυρίσεις στην πατρίδα,
γιατί τους πήρες σε μεγάλην έχτρα·
που, αφού σε ξεσηκώσαν με δεήσεις
60από τα σπίτια σου να πας, γιατ᾽ ήσουν
η μόνη ελπίδα εσύ, το Ίλιο να πάρουν,
σαν πήγες, δεν τ᾽ αξίωσαν να σου δώσουν
τ᾽ άρματα του πατέρα σου Αχιλλέα,
που μ᾽ όλο το δικαίωμα τών ζητούσες,
μα πήγαν να τα δώσουν του Οδυσσέα.
Κι αράδιαζε όσα θες κακά για μένα
και τα πιο τρισχειρότερα· δεν έχω
να πάθω τίποτ᾽ απ᾽ αυτά· μ᾽ αν έτσι
όπως σου λέω δεν κάμεις, συλλογίσου
ποιά συφορά θα ρίξεις στους Αργείους·
γιατί αν τα τόξα αυτά δε βάλομε
στο χέρι, αδύνατο θα σού ειν᾽ εσένα
την πόλη του Πριάμου να κυριεύσεις.
70Μ᾽ άκου να δεις πως όχι εγώ, μα μόνο
εσύ μπορείς με κάθ᾽ εμπιστοσύνη
και σιγουριά να τονε πλησιάσεις:
Εσύ στον πόλεμο ήρθες δίχως να ᾽σαι
δεμένος μ᾽ όρκους σε κανένα, κι ούτε
αναγκασμένος, μα ούτε κι απαρχής
έλαβες μέρος με τον άλλο στόλο·
εγώ όμως απ᾽ αυτά δε θα μπορούσα
τίποτα ν᾽ αρνηστώ κι αν, όσο θα ᾽χε
τα τόξα του, με δει να βγαίνω εμπρός του,
χάθηκα και μαζί και σένα χάνω·
μα αυτό ακριβώς να σοφιστούμε πρέπει,
πώς τ᾽ ανίκητα τόξα να του κλέψεις.
Ξέρω καλά, παιδί μου, πως δεν είσαι
πλασμένος απ᾽ τη φύση να μιλάς
τέτοια γλώσσα και τέτοιες πανουργίες
80να επιχειρίζεσαι· μα τόλμησέ το
για μια φορά και συ, που έχει τί γλύκα
να κάνει χτήμα του κανείς τη νίκη!
δίκαιοι ξανά θενά ᾽μαστε κατόπι·
τώρα για λίγες ώρες της ημέρας
δώσ᾽ μου θυσία τη συνείδησή σου
κι όλος ο επίλοιπος καιρός δικός σου,
τον πιο ευσεβή του κόσμου να σε λένε.
ΝΕΟ. Εγώ, τα λόγια που μου προξενούνε
κακό ν᾽ ακούω, Λαερτιάδη, φρίκη
μου δίνουν και να κάνω· γιατί τέτοιο
μ᾽ έκαμ᾽ η φύση, τίποτε με απάτη
και με ψευτιές να μην μπορώ να κάμω,
ούτε ο ίδιος, ούτε, καθώς λεν, και κείνος
που μ᾽ εγέννα. Μ᾽ αν θες, έτοιμος είμαι
90με βία να σου τον πάρω αυτόν τον άντρα,
μα όχι με δόλο· γιατί μ᾽ ένα πόδι,
πώς θα τα βγάλει πέρα με μας τόσους;
Μα μια που συνεργάτη σου με στείλαν
διστάζω μη με πουν προδότη· αν και
προτιμώ, βασιλιά, τον ίσιο δρόμο
κι ας έπεφτα έξω, παρά να κερδίσω
μα όχι με τρόπο τίμιο τη νίκη.