ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΜΕΣΑ
Αλί μου, η μαύρη, αλίμονο.
ΠΑΙ. Μα θαρρώ κάποιαν άκουσα δουλεύτρα
πίσω απ᾽ την πόρτα να κρυφοστενάζει.
80ΟΡΕ. Μην είν᾽ η Ηλέκτρα η δύστυχη; τί λες,
μένομ᾽ εδώ να δούμε τί ᾽ναι οι θρήνοι;
ΠΑΙ. Καθόλου· απ᾽ όλα πριν την προσταγή
του Απόλλων᾽ ας γνοιαστούμε, κι από κείνη
ας γίνει αρχή: να χύσομε στον τάφο
του πατρός σου χοές, που αυτό θα φέρει
νίκη κι επιτυχία του σκοπού μας.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ω άγιο φως τ᾽ ουρανού
και συ αγέρα, που ολόγυρα ζώνεις τη γη,
πόσες μ᾽ άκουσες, πόσες φορές
να πικρό-θρηνωδώ
90κι αιματό-στηθοδέρνομαι
όταν παίρν᾽ η αυγή να χαράζει!
Κι όσο πια για τις ό-λονυχτίες μου,
ξέρ᾽ η αθλία μου η κλίνη, στο σκότεινο
μεσ᾽ αυτό το παλάτι, όσα δάκρυα
για τον άμοιρο χύνω πατέρα μου,
που εκεί κάτω στη χώρα τη βάρβαρη
ο φονιάς δεν τον φίλεψε ο Άρης,
μα η κακούργα μου η μάνα κι ο Αίγιστος,
τ᾽ άξιο ταίρι της, σαν ξυλοκόποι
ένα δέντρο, του σκίσανε
με πελέκι φονικό το κεφάλι,
κι άλλος, έξω από μένα, δε βρέθη κανείς
100για να σ᾽ έ-λεηθεί,
που με τέτοιο, πατέρα μου, ελεεινό
κι ανάξιο θάνατο πήγες.
Όμως όχι, ποτέ τού ποτέ
δε θα πάψω τους θρήνους εγώ
και τα ολόπικρ᾽ αυτά μοιρολόγια,
όσο που θενα βλέπω τ᾽ αστέρια τα ολόφεγγα
και το φως της ημέρας αυτό·
και σα μιας αηδόνας, που τ᾽ άλουβα
έχει χάσει παιδιά της, οι βόγγοι μου
θ᾽ αντηχούν και θα κράζουνε σ᾽ όλους:
θ᾽ αντηχούν και θα κράζουν σ᾽ όλους:
110Ω δώματα του Άδη και της Περσεφόνης,
ω Ερμή τ᾽ Άλλου κόσμου, ω δέσποιν᾽ Αρά,
ω εσείς, κόρες θεών σεβαστές Ερινύες,
που επιβλέπετε τους αδικό-σκοτωμένους
κι εκεινούς που κρυφά τα κρεβάτια των κλέβουν,
μα ελάτε, βοηθάτε, εκδικήσετε
του πατέρα μου το φόνο
και σε μένα τ᾽ αδέρφι μου στείλετε,
γιατί πια δε μπορώ
να υποφέρω μονάχη μου εγώ
120του καημού το ανεσήκωτο βάρος.
|