Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἠλέκτρα (77-120)


ΗΛΕΚΤΡΑ
ἰώ μοί μοι δύστηνος.
ΠΑ. καὶ μὴν θυρῶν ἔδοξα προσπόλων τινὸς
ὑποστενούσης ἔνδον αἰσθέσθαι, τέκνον.
80ΟΡ. ἆρ᾽ ἐστὶν ἡ δύστηνος Ἠλέκτρα; θέλεις
μείνωμεν αὐτοῦ κἀπακούσωμεν γόων;
ΠΑ. ἥκιστα. μηδὲν πρόσθεν ἢ τὰ Λοξίου
πειρώμεθ᾽ ἔρδειν κἀπὸ τῶνδ᾽ ἀρχηγετεῖν,
πατρὸς χέοντες λουτρά· ταῦτα γὰρ φέρειν
85νίκην τέ φημι καὶ κράτος τῶν δρωμένων.
ΗΛ. ὦ φάος ἁγνὸν
καὶ γῆς ἰσόμοιρ᾽ ἀήρ, ὥς μοι
πολλὰς μὲν θρήνων ᾠδάς,
πολλὰς δ᾽ ἀντήρεις ᾔσθου
90στέρνων πλαγὰς αἱμασσομένων,
ὁπόταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ·
τὰ δὲ παννυχίδων ἤδη στυγεραὶ
ξυνίσασ᾽ εὐναὶ μογερῶν οἴκων,
ὅσα τὸν δύστηνον ἐμὸν θρηνῶ
95πατέρ᾽, ὃν κατὰ μὲν βάρβαρον αἶαν
φοίνιος Ἄρης οὐκ ἐξένισεν,
μήτηρ δ᾽ ἡμὴ χὡ κοινολεχὴς
Αἴγισθος ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι
σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει.
100κοὐδεὶς τούτων οἶκτος ἀπ᾽ ἄλλης
ἢ ᾽μοῦ φέρεται, σοῦ, πάτερ, οὕτως
ἀδίκως οἰκτρῶς τε θανόντος.
ἀλλ᾽ οὐ μὲν δὴ
λήξω θρήνων στυγερῶν τε γόων,
105ἔστ᾽ ἂν παμφεγγεῖς ἄστρων
ῥιπάς, λεύσσω δὲ τόδ᾽ ἦμαρ,
μὴ οὐ τεκνολέτειρ᾽ ὥς τις ἀηδὼν
ἐπὶ κωκυτῷ τῶνδε πατρῴων
πρὸ θυρῶν ἠχὼ πᾶσι προφωνεῖν.
110ὦ δῶμ᾽ Ἀίδου καὶ Περσεφόνης,
ὦ χθόνι᾽ Ἑρμῆ καὶ πότνι᾽ Ἀρά,
σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες,
αἳ τοὺς ἀδίκως θνῄσκοντας ὁρᾶθ᾽,
αἳ τοὺς εὐνὰς ὑποκλεπτομένους,
115ἔλθετ᾽, ἀρήξατε, τείσασθε πατρὸς
φόνον ἡμετέρου,
καί μοι τὸν ἐμὸν πέμψατ᾽ ἀδελφόν.
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ
120λύπης ἀντίρροπον ἄχθος.


ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΜΕΣΑ
Αλί μου, η μαύρη, αλίμονο.
ΠΑΙ. Μα θαρρώ κάποιαν άκουσα δουλεύτρα
πίσω απ᾽ την πόρτα να κρυφοστενάζει.
80ΟΡΕ. Μην είν᾽ η Ηλέκτρα η δύστυχη; τί λες,
μένομ᾽ εδώ να δούμε τί ᾽ναι οι θρήνοι;
ΠΑΙ. Καθόλου· απ᾽ όλα πριν την προσταγή
του Απόλλων᾽ ας γνοιαστούμε, κι από κείνη
ας γίνει αρχή: να χύσομε στον τάφο
του πατρός σου χοές, που αυτό θα φέρει
νίκη κι επιτυχία του σκοπού μας.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Ω άγιο φως τ᾽ ουρανού
και συ αγέρα, που ολόγυρα ζώνεις τη γη,
πόσες μ᾽ άκουσες, πόσες φορές
να πικρό-θρηνωδώ
90κι αιματό-στηθοδέρνομαι
όταν παίρν᾽ η αυγή να χαράζει!
Κι όσο πια για τις ό-λονυχτίες μου,
ξέρ᾽ η αθλία μου η κλίνη, στο σκότεινο
μεσ᾽ αυτό το παλάτι, όσα δάκρυα
για τον άμοιρο χύνω πατέρα μου,
που εκεί κάτω στη χώρα τη βάρβαρη
ο φονιάς δεν τον φίλεψε ο Άρης,
μα η κακούργα μου η μάνα κι ο Αίγιστος,
τ᾽ άξιο ταίρι της, σαν ξυλοκόποι
ένα δέντρο, του σκίσανε
με πελέκι φονικό το κεφάλι,
κι άλλος, έξω από μένα, δε βρέθη κανείς
100για να σ᾽ έ-λεηθεί,
που με τέτοιο, πατέρα μου, ελεεινό
κι ανάξιο θάνατο πήγες.
Όμως όχι, ποτέ τού ποτέ
δε θα πάψω τους θρήνους εγώ
και τα ολόπικρ᾽ αυτά μοιρολόγια,
όσο που θενα βλέπω τ᾽ αστέρια τα ολόφεγγα
και το φως της ημέρας αυτό·
και σα μιας αηδόνας, που τ᾽ άλουβα
έχει χάσει παιδιά της, οι βόγγοι μου
θ᾽ αντηχούν και θα κράζουνε σ᾽ όλους:
θ᾽ αντηχούν και θα κράζουν σ᾽ όλους:
110Ω δώματα του Άδη και της Περσεφόνης,
ω Ερμή τ᾽ Άλλου κόσμου, ω δέσποιν᾽ Αρά,
ω εσείς, κόρες θεών σεβαστές Ερινύες,
που επιβλέπετε τους αδικό-σκοτωμένους
κι εκεινούς που κρυφά τα κρεβάτια των κλέβουν,
μα ελάτε, βοηθάτε, εκδικήσετε
του πατέρα μου το φόνο
και σε μένα τ᾽ αδέρφι μου στείλετε,
γιατί πια δε μπορώ
να υποφέρω μονάχη μου εγώ
120του καημού το ανεσήκωτο βάρος.