Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (91-133)


ΑΙΑΣ
ὦ χαῖρ᾽ Ἀθάνα, χαῖρε Διογενὲς τέκνον,
ὡς εὖ παρέστης· καί σε παγχρύσοις ἐγὼ
στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν.
ΑΘ. καλῶς ἔλεξας. ἀλλ᾽ ἐκεῖνό μοι φράσον,
95ἔβαψας ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ;
ΑΙ. κόμπος πάρεστι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή.
ΑΘ. ἦ καὶ πρὸς Ἀτρείδαισιν ᾔχμασας χέρα;
ΑΙ. ὥστ᾽ οὔποτ᾽ Αἴανθ᾽ οἵδ᾽ ἀτιμάσουσ᾽ ἔτι.
ΑΘ. τεθνᾶσιν ἅνδρες, ὡς τὸ σὸν ξυνῆκ᾽ ἐγώ.
100ΑΙ. θανόντες ἤδη τἄμ᾽ ἀφαιρείσθων ὅπλα.
ΑΘ. εἶεν· τί γὰρ δὴ παῖς ὁ τοῦ Λαερτίου;
ποῦ σοι τύχης ἕστηκεν; ἦ πέφευγέ σε;
ΑΙ. ἦ τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ᾽ ὅπου;
ΑΘ. ἔγωγ᾽· Ὀδυσσέα τὸν σὸν ἐνστάτην λέγω.
105ΑΙ. ἥδιστος, ὦ δέσποινα, δεσμώτης ἔσω
θακεῖ· θανεῖν γὰρ αὐτὸν οὔ τί πω θέλω.
ΑΘ. πρὶν ἂν τί δράσῃς ἢ τί κερδάνῃς πλέον;
ΑΙ. πρὶν ἂν δεθεὶς πρὸς κίον᾽ ἑρκείου στέγης
ΑΘ. τί δῆτα τὸν δύστηνον ἐργάσῃ κακόν;
110ΑΙ. μάστιγι πρῶτον νῶτα φοινιχθεὶς θάνῃ.
ΑΘ. μὴ δῆτα τὸν δύστηνον ὧδέ γ᾽ αἰκίσῃ.
ΑΙ. χαίρειν, Ἀθάνα, τἄλλ᾽ ἐγώ σ᾽ ἐφίεμαι·
κεῖνος δὲ τείσει τήνδε κοὐκ ἄλλην δίκην.
ΑΘ. σὺ δ᾽ οὖν, ἐπειδὴ τέρψις ἥδε σοι τὸ δρᾶν,
115χρῶ χειρί, φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς.
ΑΙ. χωρῶ πρὸς ἔργον· τοῦτο σοὶ δ᾽ ἐφίεμαι,
τοιάνδ᾽ ἀεί μοι σύμμαχον παρεστάναι.
ΑΘ. ὁρᾷς, Ὀδυσσεῦ, τὴν θεῶν ἰσχὺν ὅση;
τούτου τίς ἄν σοι τἀνδρὸς ἢ προνούστερος
120ἢ δρᾶν ἀμείνων ηὑρέθη τὰ καίρια;
ΟΔ. ἐγὼ μὲν οὐδέν᾽ οἶδ᾽· ἐποικτίρω δέ νιν
δύστηνον ἔμπας, καίπερ ὄντα δυσμενῆ,
ὁθούνεκ᾽ ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ,
οὐδὲν τὸ τούτου μᾶλλον ἢ τοὐμὸν σκοπῶν.
125ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ὄντας ἄλλο πλὴν
εἴδωλ᾽ ὅσοιπερ ζῶμεν ἢ κούφην σκιάν.
ΑΘ. τοιαῦτα τοίνυν εἰσορῶν ὑπέρκοπον
μηδέν ποτ᾽ εἴπῃς αὐτὸς ἐς θεοὺς ἔπος,
μηδ᾽ ὄγκον ἄρῃ μηδέν᾽, εἴ τινος πλέον
130ἢ χειρὶ βρίθεις ἢ μακροῦ πλούτου βάθει.
ὡς ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν
ἅπαντα τἀνθρώπεια· τοὺς δὲ σώφρονας
θεοὶ φιλοῦσι καὶ στυγοῦσι τοὺς κακούς.


ΑΙΑΣ
Ω χαίρε, Αθηνά, του Δία θυγατέρα, ως ευ παρέστης.
Εγώ μ᾽ ολόχρυσα θα σε στολίσω λάφυρα,
απ᾽ τα θηράματά μου.
ΑΘ. Ωραία τα λες. Όμως εξήγησε τώρα κι αυτό·
έβαψες πράγματι το ξίφος σου στο αίμα των Αργείων;
ΑΙ. Και το καυχιέμαι· δεν το αρνιέμαι.
ΑΘ. Πράγματι στους Ατρείδες σήκωσες ένοπλο χέρι;
ΑΙ. Τόσο που πια τον Αίαντα δεν θ᾽ ατιμάσουν.
ΑΘ. Είναι νεκροί λοιπόν, αν σε κατάλαβα καλά.
ΑΙ. Ολότελα νεκροί, κι ας έλθουν τώρα να μου πάρουν
100τα δικά μου όπλα.
ΑΘ. Πάει καλά. Και του Λάερτη ο γιος, μ᾽ αυτόν τί γίνεται;
ποιά τύχη τού έχεις φυλαγμένη; μήπως σου ξέφυγε;
ΑΙ. Γι᾽ αυτήν την πονηρή αλεπού ρωτάς πού βρίσκεται;
ΑΘ. Μα ναι! Τον Οδυσσέα λέω, τον αντίπαλό σου.
ΑΙ. Γλυκύτατος, ω δέσποινά μου, μέσα δεμένος
ξάπλωσε· αυτόν ακόμη δεν τον θέλω πεθαμένο.
ΑΘ. Προτού τί άλλο κάνεις, τί άλλο λογαριάζεις;
ΑΙ. Προτού δεθεί στον στύλο της δικής μου στέγης.
ΑΘ. Τί επιπλέον σκέφτεσαι γι᾽ αυτόν τον δύστυχο;
ΑΙ. Μαστιγωμένη θα ματώσει πρώτα η ράχη του,
110προτού να ξεψυχήσει.
ΑΘ. Έλεος, μη τον δύσμοιρο τόσο τον βασανίσεις.
ΑΙ. Χαίρε, Αθηνά, σ᾽ εσένα εμπιστεύομαι τα πάντα,
όμως αυτού αυτή η ποινή τού πέφτει, άλλη καμιά.
ΑΘ. Δικαίωμά σου να το κάνεις, αν σ᾽ ευχαριστεί,
στο χέρι σου είναι, μην παραλείψεις τίποτε απ᾽ ό,τι
βάζει ο νους σου.
ΑΙ. Τραβάω στο έργο μου, κι ένα από σένα μόνο περιμένω,
σύμμαχος πάντα τέτοια να μου παραστέκεις.
ΑΘ. Το βλέπεις τώρα, Οδυσσέα, ποιά είναι
των θεών η δύναμη;
Ποιός άλλος απ᾽ αυτόν είχε πιο φρόνιμο μυαλό;
120ποιός άλλος βρέθηκε στην κρίσιμη ώρα πιο σωστός;
ΟΔ. Εγώ δεν ξέρω άλλον· κι ωστόσο τον πονώ
στην τόση δυστυχία του, κι ας είναι εχθρός,
που έγινε υπόζυγος μιας συμφοράς τυφλής.
Τη μοίρα όμως τη δική μου λογαριάζω απ᾽ τη δική του
περισσότερο· γιατί το βλέπω, φαντάσματα είμαστε,
τίποτα άλλο, όσο επιζούμε, κούφια σκιά.
ΑΘ. Γι᾽ αυτό, σε τέτοιο θέαμα μπροστά, κοίτα
μη σου ξεφύγει κομπασμός για τους θεούς,
μήτε και να το πάρεις πάνω σου, αν τύχει κι είσαι
130πιο βαρύς στα χέρια ή στα μεγάλα πλούτη πιο βαθύς.
Μια μέρα μόνο αναστυλώνει ή συντρίβει
όλα τα ανθρώπινα· τους φρόνιμους μόνο οι θεοί
αγαπούν, μισούν τους άφρονες.


ΑΙΑΝΤΑΣ
Χαίρε Αθηνά, κόρη του Δία, καλώς ήρθες,
χαίρε· στην ώρα φτάνεις και θα σε στολίσω
με χρυσά λάφυρα απ᾽ αυτό μου το κυνήγι.
ΑΘΗ. Σωστά μίλησες· μα πες μου, στων Ελλήνων
το στράτευμα έχεις μπήξει το σπαθί σου;
ΑΙΑ. Έχω να το καυχιέμαι, δεν τ᾽ αρνιέμαι.
ΑΘΗ. Χέρι οπλισμένο σήκωσες και στους Ατρείδες;
ΑΙΑ. Κι έτσι τον Αίαντα πια δε θ᾽ ατιμάσουν.
ΑΘΗ. Τους έσφαξες καθώς καταλαβαίνω.
100ΑΙΑ. Τώρα νεκροί τα όπλα τα δικά μου ας παίρνουν.
ΑΘΗ. Καλά· και του Λαέρτη ο γιος που να ᾽ναι;
Ποιά η τύχη του; Ή αυτός σου ᾽χει ξεφύγει;
ΑΙΑ. Α! για τη δολερή αλεπού ρωτάς πού είναι;
ΑΘΗ. Ναι, τον αντίμαχό σου λέω τον Οδυσσέα.
ΑΙΑ. Κυρά μου, ωραία δεμένος στέκει μέσα,
γιατί δε θέλω ακόμη να πεθάνει.
ΑΘΗ. Τί θα του κάνεις πριν, τί θα κερδίσεις;
ΑΙΑ. Προτού δεμένος στης σκηνής το στύλο…
ΑΘΗ. Και τί κακό στο δύστυχο θα κάνεις;
110ΑΙΑ. Πρώτα με το μαστίγιο θα ματώσουν
οι πλάτες του, μετά θα τον σκοτώσω.
ΑΘΗ. Τον δόλιο μην τον τυραννήσεις έτσι.
ΑΙΑ. Αθηνά, πρόθυμος είμαι για όλα τ᾽ άλλα
να κάνω ό,τι σ᾽ αρέσει, όμως εκείνος
αυτήν θα λάβει κι όχι άλλην τιμωρία.
ΑΘΗ. Αφού χαρά σου δίνει η πράξη τούτη,
εμπρός βάλ᾽ την μπροστά και μην αφήσεις
κανένα απ᾽ όλα που ᾽χεις μες στο νου σου.
ΑΙΑ. Πηγαίνω στο έργο, αυτό από σένα θέλω·
να μου είναι τέτοιος παραστάτης πάντα.
(Ο Αίαντας μπαίνει στη σκηνή)
ΑΘΗ. Βλέπεις τί δύναμη έχουν, Οδυσσέα,
οι θεοί; Άλλον δε θα ᾽βρεις από τούτον
πιο μυαλωμένο κι άξιο να πράξει
120τα σωστά και στην κατάλληλη ώρα.
ΟΔΥ. Κανένα εγώ δεν ξέρω· όμως με πιάνει
θλίψη γι᾽ αυτόν τον έρμο, ας είναι εχθρός μου,
που συμφορά φριχτή τον έχει ζώσει.
Γιατί δε συλλογιέμαι τη δική του
μόνο την τύχη, μα και τη δικιά μου,
μια και το βλέπω ξάστερα πως άλλο
τίποτα οι ζωντανοί δεν είμαστε, μονάχα
κούφιες σκιές, φαντάσματα κι αγέρας.
ΑΘΗ. Αυτά θωρώντας, να μη ξεστομίσεις
λόγο θρασύ για τους θεούς ποτέ σου,
μηδέ να καυχηθείς, αν απ᾽ τους άλλους
130βαραίνεις πιο πολύ σ᾽ αντρειοσύνη
ή σε μεγάλο πλούτο, αφού μια μέρα,
φτάνει για να σηκώσει ή να βουλιάξει
τ᾽ ανθρώπινα· οι θεοί αγαπάνε πάντα
τους γνωστικούς και τους κακούς μισούνε.
(Ο Οδυσσέας φεύγει. Η θεά εξαφανίζεται από το θεολογείο. Έρχεται ο χορός.)


ΑΙΑΣ
Καλώς τηνε την Αθηνά, του Δία τη θυγατέρα,
πόσο μου παραστάθηκες καλά· θα σε στολίσω
με λάφυρα ολόχρυσα για το κυνήγι τούτο.
ΑΘΗ. Χίλια σπολλάτια· μόν᾽ αυτό πες μου να μάθω τώρα,
μες στον Αργίτικο στρατό καλά έβαψες τη σπάθα;
ΑΙΑ. Το ᾽χω και περηφάνια μου και δεν τ᾽ αρνιέμαι διόλου.
ΑΘΗ. Και στους Ατρείδες έβαλες ολότελα το χέρι;
ΑΙΑ. Που πλια να μην τ᾽ αξιωθούν τον Αία να προσβάλουν.
ΑΘΗ. Σαν πως να σε κατάλαβα, ξέκανες τους ανθρώπους.
100ΑΙΑ. Σαν πέθαναν, τα όπλα μου ας μου τα πάρουν τώρα.
ΑΘΗ. Καλά, μα τί ν᾽ απόγινε ο γιος του Λαέρτη τάχα;
Εκείνον τί τον έκαμες; ή ξέφυγε από σένα;
ΑΙΑ. Για κείνη την παμπόνηρη την Αλεπού ξετάζεις;
ΑΘΗ. Για τον Δυσσέα σ᾽ αρωτώ, για τον αντίδικό σου.
ΑΙΑ. Πανέμορφος αιχμάλωτος, κυρά, προσμένει μέσα·
γιατί δεν θέλω αυτόν εγώ να τον σκοτώσω ακόμα.
ΑΘΗ. Προτού να κάμεις τάχα τί, ή πλια τί θ᾽ απολάψεις;
ΑΙΑ. Προτού στον στύλο που βαστά τη στέγη να τον δέσω.
ΑΘΗ. Κι ύστερα τον κακόμοιρο κακό ποιό θα του κάμεις;
110ΑΙΑ. Θα του ματώσω τα πλευρά στο ξύλο ως να πεθάνει.
ΑΘΗ. Όχι δα τον κακόμοιρο, μη τον χτυπήσεις έτσι.
ΑΙΑ. Κάθε άλλο πράμα εγώ, Αθηνά, το κάνω όπως τ᾽ ορίζεις.·
Μόν᾽ έτσι αυτός θα πλερωθεί και μ᾽ άλλον τρόπον όχι.
ΑΘΗ. Αυτό να κάμεις αν ποθείς, τόση χαρά αν σου φέρνει,
μη στέκεις, κι όσα μες στον νου κι αν έχεις μην τ᾽ αφήσεις.
ΑΙΑ. Πάω στο έργο μου· κι αυτό παρακαλώ σε μόνο,
σε μένα παραστάτρια τέτοια να μού εισαι πάντα.
ΑΘΗ. Βλέπεις, Δυσσέα, των θεών η δύναμη πόση είναι.
Ποιός απ᾽ αυτόν τον άνθρωπο καλύτερός του βρέθη
120στα έργατα και στο μυαλό, να κάνει ό,τι ήταν πρέπο;
ΟΔΥ. Άλλον κι εγώ δεν γνώρισα· τον κλαίω τον καημένο
γι᾽ αυτή τη μαύρη συφορά όπου τον έχει αδράξει
αν κι είναι οχτρός μου· τι κι εγώ ποιά τύχη συλλογιούμαι
μπορεί μια μέρα να με βρει. Γιατί όλους τους ανθρώπους
τους παίρνω για φαντάσματα, ίσκιους τούς παίρνω κούφιους.
ΑΘΗ. Αυτά σαν βλέπεις, τίποτα περήφανο μη βγάλει
για τους θεούς το στόμα σου, και μήτε αέρα να ᾽χεις
130πως είσαι δυνατότερος ή πιο άρχοντας από άλλους.
Γιατί μια μέρα μοναχή ρίχνει κι ανασηκώνει
τ᾽ ανθρώπινα τα πράματα· και οι θεοί αγαπούνε
τους φρόνιμους, μα τους κακούς οχτρεύονται περίσσα.