ΑΙΑΣ
Ω χαίρε, Αθηνά, του Δία θυγατέρα, ως ευ παρέστης.
Εγώ μ᾽ ολόχρυσα θα σε στολίσω λάφυρα,
απ᾽ τα θηράματά μου.
ΑΘ. Ωραία τα λες. Όμως εξήγησε τώρα κι αυτό·
έβαψες πράγματι το ξίφος σου στο αίμα των Αργείων;
ΑΙ. Και το καυχιέμαι· δεν το αρνιέμαι.
ΑΘ. Πράγματι στους Ατρείδες σήκωσες ένοπλο χέρι;
ΑΙ. Τόσο που πια τον Αίαντα δεν θ᾽ ατιμάσουν.
ΑΘ. Είναι νεκροί λοιπόν, αν σε κατάλαβα καλά.
ΑΙ. Ολότελα νεκροί, κι ας έλθουν τώρα να μου πάρουν
100τα δικά μου όπλα.
ΑΘ. Πάει καλά. Και του Λάερτη ο γιος, μ᾽ αυτόν τί γίνεται;
ποιά τύχη τού έχεις φυλαγμένη; μήπως σου ξέφυγε;
ΑΙ. Γι᾽ αυτήν την πονηρή αλεπού ρωτάς πού βρίσκεται;
ΑΘ. Μα ναι! Τον Οδυσσέα λέω, τον αντίπαλό σου.
ΑΙ. Γλυκύτατος, ω δέσποινά μου, μέσα δεμένος
ξάπλωσε· αυτόν ακόμη δεν τον θέλω πεθαμένο.
ΑΘ. Προτού τί άλλο κάνεις, τί άλλο λογαριάζεις;
ΑΙ. Προτού δεθεί στον στύλο της δικής μου στέγης.
ΑΘ. Τί επιπλέον σκέφτεσαι γι᾽ αυτόν τον δύστυχο;
ΑΙ. Μαστιγωμένη θα ματώσει πρώτα η ράχη του,
110προτού να ξεψυχήσει.
ΑΘ. Έλεος, μη τον δύσμοιρο τόσο τον βασανίσεις.
ΑΙ. Χαίρε, Αθηνά, σ᾽ εσένα εμπιστεύομαι τα πάντα,
όμως αυτού αυτή η ποινή τού πέφτει, άλλη καμιά.
ΑΘ. Δικαίωμά σου να το κάνεις, αν σ᾽ ευχαριστεί,
στο χέρι σου είναι, μην παραλείψεις τίποτε απ᾽ ό,τι
βάζει ο νους σου.
ΑΙ. Τραβάω στο έργο μου, κι ένα από σένα μόνο περιμένω,
σύμμαχος πάντα τέτοια να μου παραστέκεις.
ΑΘ. Το βλέπεις τώρα, Οδυσσέα, ποιά είναι
των θεών η δύναμη;
Ποιός άλλος απ᾽ αυτόν είχε πιο φρόνιμο μυαλό;
120ποιός άλλος βρέθηκε στην κρίσιμη ώρα πιο σωστός;
ΟΔ. Εγώ δεν ξέρω άλλον· κι ωστόσο τον πονώ
στην τόση δυστυχία του, κι ας είναι εχθρός,
που έγινε υπόζυγος μιας συμφοράς τυφλής.
Τη μοίρα όμως τη δική μου λογαριάζω απ᾽ τη δική του
περισσότερο· γιατί το βλέπω, φαντάσματα είμαστε,
τίποτα άλλο, όσο επιζούμε, κούφια σκιά.
ΑΘ. Γι᾽ αυτό, σε τέτοιο θέαμα μπροστά, κοίτα
μη σου ξεφύγει κομπασμός για τους θεούς,
μήτε και να το πάρεις πάνω σου, αν τύχει κι είσαι
130πιο βαρύς στα χέρια ή στα μεγάλα πλούτη πιο βαθύς.
Μια μέρα μόνο αναστυλώνει ή συντρίβει
όλα τα ανθρώπινα· τους φρόνιμους μόνο οι θεοί
αγαπούν, μισούν τους άφρονες.
|