ΠΡΑ. Έχετε όλες τα ψεύτικα τα γένια,
να τα φοράμε, όπως είπαμε, στη σύναξη;
Α’ ΓΥΝ. (δείχνει τα γένια που κρατάει)
70Μά την Εκάτη, ναι. Γιά κοίτα πράμα!
Β’ ΓΥΝ. Κι εγώ πολύ μεγάλα, παπαδίστικα.
ΠΡΑ. Κι εσείς; Α’ ΓΥΝ. Κι αυτές! Κουνάνε το κεφάλι τους.
ΠΡΑ. Καλά. Μα οικονομήσατε μαγκούρες
σπαρτιάτικες και φορεσιές αντρίκιες
καθώς είπαμε; Α’ ΓΥΝ. Νά με γω, που σούφρωσα
του Λάμπη τη ματσούκα, όταν κοιμόταν.
ΠΡΑ. Τον ξέρουν όλοι, πάει μ᾽ αυτήνε κλάνοντας.
Β’ ΓΥΝ. Ναι, μά το Δία το Σώστη, κι άξιος είναι,
80φορώντας του Άργου την προβιά, να βόσκει
το δήμο μας το δήμιο, εκατομάτης.
ΠΡΑ. Πάμε τώρα να βάλουμε μπροστά
τη δουλειά, κι όσο ακόμα φέγγουν τ᾽ άστρα
στον ουρανό, τι σύναυγα θ᾽ αρχίσει
η συνεδρίαση και γι᾽ αυτό βιαζόμαστε.
Α’ ΓΥΝ. Τρέχα να πιάσεις, μά το Δία,
μια πρώτη θέση κάτου από το βήμα
κι αντίκρα στους πρυτάνηδες.
Β’ ΓΥΝ. (παρουσιάζει ένα πανέρι με μαλλιά)
Κι εγώ
πήρα μαζί μου ευτούνα τα μαλλιά
να ξαίνω, όσο ο λαός να μαζευτεί.
90ΠΡΑ. Κι όταν θα μαζευτεί; Β’ ΓΥΝ. Θα συνεχίσω.
Μήπως θ᾽ ακούω λιγότερο, άμα ξαίνω;
Τα παιδιά μου δεν έχουνε βρακί.
ΠΡΑ. Καλά, να ξαίνεις. Πρόσεχε μονάχα
μην παρακουνηθείς και σου φανεί
τίποτα το κρυφό κάτου απ᾽ τα σκέλια σου.
Ζημιά πολλή μπορεί να πάθουμε όλες,
όταν γεμίσ᾽ η Πνύκα από λαό
και θελήσει καμιά να δρασκελίσει
σηκώνοντας την ούγια της και δείξει
το μούσι του Φορμίσιου. Αλλ᾽ άμα πιάσουμε
θέση νωρίς και καλοσυμμαζέψουμε
100τους μαντύες και κοτσάρουμε τα γένια
όλοι θα γελαστούν πως είμαστε άντρες.
Έτσι κι ο στρατηγός Αγύρριος έχοντας
μια πήχη γένια κρύβει το κουσούρι του,
πως είναι γυναικούλα από μικρός,
μα τώρα κυβερνάει την πολιτεία.
Γι᾽ αυτόν, μά την ημέρα που χαράζει,
τολμούμε τώρα εμείς το μεγάλο τόλμημα:
να πάρουμε απ᾽ τα χέρια του το δοιάκι
της εξουσίας για να σωθεί η πατρίδα.
Γιατί πολύν καιρό δεν πάει μπροστά
το πλοίο και με πανιά και με κουπιά.
|