ΣΤΡ. Δώσ᾽ μου το χέρι σου, έλα, φίλησέ με.
ΦΕΙ. Νά! Τί είναι; ΣΤΡ. Πες μου, μ᾽ αγαπάς, παιδί μου;
ΦΕΙ. Ναι, μά τον αλογόθεο Ποσειδώνα.
ΣΤΡ. Όχι τον αλογόθεο· η αιτία
είν᾽ ο θεός αυτός των συμφορών μου.
Μα αν μ᾽ αγαπάς με την καρδιά σου, γιε μου,
κάμε ό,τι θα σου πω. ΦΕΙ. Τί θες να κάμω;
ΣΤΡ. Άλλαξε ευθύς τρόπο ζωής και σύρε
να μάθεις όσα εγώ θα σ᾽ ορμηνέψω.
90ΦΕΙ. Και τί προστάζεις; ΣΤΡ. Θα μ᾽ ακούσεις; ΦΕΙ. Ναι·
μά το Διόνυσο. ΣΤΡ. Κοίταξε έξω. Βλέπεις
εκείνη την πορτούλα, το σπιτάκι;
ΦΕΙ. Βλέπω. Μα, αλήθεια, τί είν᾽ αυτό, πατέρα;
ΣΤΡ. Σοφών πνευμάτων αργαστήρι. Μένουν
σ᾽ αυτό κάτι άντρες που διδάσκουν ότι
ο ουρανός είναι φούρνος και μας ζώνει
γύρω γύρω, κι εμείς τα κάρβουνά του.
Σε κάνουν άξιο, αν πληρωθούν, να βγαίνεις
στα λόγια νικητής, άδικα ή δίκια.
100ΦΕΙ. Και ποιοί είναι; ΣΤΡ. Πώς τους λεν δεν καλοξέρω·
μελετοερευνητές πολύ σπουδαίοι.
ΦΕΙ. Πουφ! Είναι κάτι λέτσοι· ξέρω, ξέρω.
Μιλάς γι᾽ αυτούς τους κάτωχρους αγύρτες,
τους ξυπόλυτους· ένας, ο βλαμμένος
Σωκράτης και μαζί κι ο Χαιρεφώντας.
ΣΤΡ. Μη σαλιαρίζεις· πάψε. Αν για τ᾽ αλεύρι
γνοιάζεσαι του πατέρα σου, παράτα
τις ιππασίες και γίνε μαθητής τους.
ΦΕΙ. Α, μά το Διόνυσο, όχι, κι αν μου δώσεις
τους φασιανούς που θρέφει ο Λεωγόρας.
110ΣΤΡ. Ω σε ικετεύω, εσέ, τον πιο ακριβό μου
στον κόσμο αυτόν. ΦΕΙ. Και τί ζητάς να μάθω;
ΣΤΡ. Αυτοί οι σοφοί δυο λόγους, όπως λένε,
το δυνατό και τον αδύνατο, έχουν.
Ο αδύνατος υποστηρίζει, λένε,
τ᾽ άδικο, μα νικά τον άλλο ωστόσο.
Τον άδικο αυτό λόγο αν πας και μάθεις,
από τα χρέη που έκαμα για σένα
ούτε έναν οβολό δε θα πληρώσω.
ΦΕΙ. Ποτέ! Τους καβαλάρηδες πώς θέλεις
120ν᾽ αντικρίσω, το χρώμα μου σα χάσω;
ΣΤΡ. Ε τότε, μά τη Δήμητρα, απ᾽ το βιος μου
δεν τρώτε πια ούτ᾽ εσύ ούτε τ᾽ άλογά σου,
ή τ᾽ αμαξιού σου ή το άλλο το αστεράτο·
να γκρεμιστείς να φύγεις απ᾽ το σπίτι.
ΦΕΙ. Δε θα μ᾽ αφήσει δίχως άτι ο θειος μου
ο Μεγακλής. Κάμε ό,τι θέλεις· φεύγω.
Μπαίνει στο εσωτερικό του σπιτιού.
|