Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Νεφέλαι (81-125)


ΣΤ. κύσον με καὶ τὴν χεῖρα δὸς τὴν δεξιάν.
ΦΕ. ἰδού. τί ἐστιν; ΣΤ. εἰπέ μοι, φιλεῖς ἐμέ;
ΦΕ. νὴ τὸν Ποσειδῶ τουτονὶ τὸν Ἵππιον.
ΣΤ. μή μοι γε τοῦτον μηδαμῶς τὸν Ἵππιον·
85οὗτος γὰρ ὁ θεὸς αἴτιός μοι τῶν κακῶν.
ἀλλ᾽ εἴπερ ἐκ τῆς καρδίας μ᾽ ὄντως φιλεῖς,
ὦ παῖ, πιθοῦ. ΦΕ. τί οὖν πίθωμαι δῆτά σοι;
ΣΤ. ἔκστρεψον ὡς τάχιστα τοὺς σαυτοῦ τρόπους,
καὶ μάνθαν᾽ ἐλθὼν ἃν ἐγὼ παραινέσω.
90ΦΕ. λέγε δή, τί κελεύεις; ΣΤ. καί τι πείσει; ΦΕ. πείσομαι,
νὴ τὸν Διόνυσον. ΣΤ. δεῦρό νυν ἀπόβλεπε.
ὁρᾷς τὸ θύριον τοῦτο καὶ τᾠκίδιον;
ΦΕ. ὁρῶ. τί οὖν τοῦτ᾽ ἐστὶν ἐτεόν, ὦ πάτερ;
ΣΤ. ψυχῶν σοφῶν τοῦτ᾽ ἐστὶ φροντιστήριον.
95ἐνταῦθ᾽ ἐνοικοῦσ᾽ ἄνδρες, οἳ τὸν οὐρανὸν
λέγοντες ἀναπείθουσιν ὡς ἐστὶν πνιγεύς,
κἄστιν περὶ ἡμᾶς οὗτος, ἡμεῖς δ᾽ ἅνθρακες.
οὗτοι διδάσκουσ᾽, ἀργύριον ἤν τις διδῷ,
λέγοντα νικᾶν καὶ δίκαια κἄδικα.
100ΦΕ. εἰσὶν δὲ τίνες; ΣΤ. οὐκ οἶδ᾽ ἀκριβῶς τοὔνομα·
μεριμνοφροντισταὶ καλοί τε κἀγαθοί.
ΦΕ. αἰβοῖ, πονηροί γ᾽, οἶδα. τοὺς ἀλαζόνας,
τοὺς ὠχριῶντας, τοὺς ἀνυποδήτους λέγεις,
ὧν ὁ κακοδαίμων Σωκράτης καὶ Χαιρεφῶν.
105ΣΤ. ἢ ἤ, σιώπα· μηδὲν εἴπῃς νήπιον.
ἀλλ᾽ εἴ τι κήδει τῶν πατρῴων ἀλφίτων,
τούτων γενοῦ μοι σχασάμενος τὴν ἱππικήν.
ΦΕ. οὐκ ἂν μὰ τὸν Διόνυσον, εἰ δοίης γέ μοι
τοὺς φασιανοὺς οὓς τρέφει Λεωγόρας.
110ΣΤ. ἴθ᾽, ἀντιβολῶ σ᾽, ὦ φίλτατ᾽ ἀνθρώπων ἐμοί,
ἐλθὼν διδάσκου. ΦΕ. καὶ τί σοι μαθήσομαι;
ΣΤ. εἶναι παρ᾽ αὐτοῖς φασὶν ἄμφω τὼ λόγω,
τὸν κρείττον᾽, ὅστις ἐστί, καὶ τὸν ἥττονα.
τούτοιν τὸν ἕτερον τοῖν λόγοιν, τὸν ἥττονα,
115νικᾶν λέγοντά φασι τἀδικώτερα.
ἢν οὖν μάθῃς μοι τὸν ἄδικον τοῦτον λόγον,
ἃ νῦν ὀφείλω διὰ σέ, τούτων τῶν χρεῶν
οὐκ ἂν ἀποδοίην οὐδ᾽ ἂν ὀβολὸν οὐδενί.
ΦΕ. οὐκ ἂν πιθοίμην· οὐ γὰρ ἂν τλαίην ἰδεῖν
120τοὺς ἱππέας τὸ χρῶμα διακεκναισμένος.
ΣΤ. οὐκ ἄρα μὰ τὴν Δήμητρα τῶν γ᾽ ἐμῶν ἔδει,
οὔτ᾽ αὐτὸς οὔθ᾽ ὁ ζύγιος οὔθ᾽ ὁ σαμφόρας·
ἀλλ᾽ ἐξελῶ σ᾽ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας.
ΦΕ. ἀλλ᾽ οὐ περιόψεταί μ᾽ ὁ θεῖος Μεγακλέης
125ἄνιππον. ἀλλ᾽ εἴσειμι, σοῦ δ᾽ οὐ φροντιῶ.


ΣΤΡ. Δώσ᾽ μου το χέρι σου, έλα, φίλησέ με.
ΦΕΙ. Νά! Τί είναι; ΣΤΡ. Πες μου, μ᾽ αγαπάς, παιδί μου;
ΦΕΙ. Ναι, μά τον αλογόθεο Ποσειδώνα.
ΣΤΡ. Όχι τον αλογόθεο· η αιτία
είν᾽ ο θεός αυτός των συμφορών μου.
Μα αν μ᾽ αγαπάς με την καρδιά σου, γιε μου,
κάμε ό,τι θα σου πω. ΦΕΙ. Τί θες να κάμω;
ΣΤΡ. Άλλαξε ευθύς τρόπο ζωής και σύρε
να μάθεις όσα εγώ θα σ᾽ ορμηνέψω.
90ΦΕΙ. Και τί προστάζεις; ΣΤΡ. Θα μ᾽ ακούσεις; ΦΕΙ. Ναι·
μά το Διόνυσο. ΣΤΡ. Κοίταξε έξω. Βλέπεις
εκείνη την πορτούλα, το σπιτάκι;
ΦΕΙ. Βλέπω. Μα, αλήθεια, τί είν᾽ αυτό, πατέρα;
ΣΤΡ. Σοφών πνευμάτων αργαστήρι. Μένουν
σ᾽ αυτό κάτι άντρες που διδάσκουν ότι
ο ουρανός είναι φούρνος και μας ζώνει
γύρω γύρω, κι εμείς τα κάρβουνά του.
Σε κάνουν άξιο, αν πληρωθούν, να βγαίνεις
στα λόγια νικητής, άδικα ή δίκια.
100ΦΕΙ. Και ποιοί είναι; ΣΤΡ. Πώς τους λεν δεν καλοξέρω·
μελετοερευνητές πολύ σπουδαίοι.
ΦΕΙ. Πουφ! Είναι κάτι λέτσοι· ξέρω, ξέρω.
Μιλάς γι᾽ αυτούς τους κάτωχρους αγύρτες,
τους ξυπόλυτους· ένας, ο βλαμμένος
Σωκράτης και μαζί κι ο Χαιρεφώντας.
ΣΤΡ. Μη σαλιαρίζεις· πάψε. Αν για τ᾽ αλεύρι
γνοιάζεσαι του πατέρα σου, παράτα
τις ιππασίες και γίνε μαθητής τους.
ΦΕΙ. Α, μά το Διόνυσο, όχι, κι αν μου δώσεις
τους φασιανούς που θρέφει ο Λεωγόρας.
110ΣΤΡ. Ω σε ικετεύω, εσέ, τον πιο ακριβό μου
στον κόσμο αυτόν. ΦΕΙ. Και τί ζητάς να μάθω;
ΣΤΡ. Αυτοί οι σοφοί δυο λόγους, όπως λένε,
το δυνατό και τον αδύνατο, έχουν.
Ο αδύνατος υποστηρίζει, λένε,
τ᾽ άδικο, μα νικά τον άλλο ωστόσο.
Τον άδικο αυτό λόγο αν πας και μάθεις,
από τα χρέη που έκαμα για σένα
ούτε έναν οβολό δε θα πληρώσω.
ΦΕΙ. Ποτέ! Τους καβαλάρηδες πώς θέλεις
120ν᾽ αντικρίσω, το χρώμα μου σα χάσω;
ΣΤΡ. Ε τότε, μά τη Δήμητρα, απ᾽ το βιος μου
δεν τρώτε πια ούτ᾽ εσύ ούτε τ᾽ άλογά σου,
ή τ᾽ αμαξιού σου ή το άλλο το αστεράτο·
να γκρεμιστείς να φύγεις απ᾽ το σπίτι.
ΦΕΙ. Δε θα μ᾽ αφήσει δίχως άτι ο θειος μου
ο Μεγακλής. Κάμε ό,τι θέλεις· φεύγω.
Μπαίνει στο εσωτερικό του σπιτιού.